ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ/ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Ημερολόγιο Καλοκαιριού 2013

Περίοδος ΙV, Tinos

 

ΘΕΣΜΟΦόΡΙΟ

ΔΗΜΗΤΡΑΣ

Στη Θερινή Τροπή Του Ήλιου

 

Κάδρο κιαροσκούρο, με το φεγγάρι πάνω από τη Μύκονο.

 

Ξημερώνοντας Παρασκευή, 21 Ιουνίου 2013, ο ήλιος βρίσκεται στο απόγειό του, εκεί στο απώτατο σημείο της Εκλειπτικής, σημαδεύοντας με την παρουσία του το Θερινό του στάσιμο, στο σημείο μηδέν.

Στο σημείο μηδέν του καλοκαιριού. Με την πιο μικρή, διάφανη νύχτα στο κατώφλι του Θέρους.

«Θέρεος καματώδεος ώρη…»!

Αυτή την ώρα του κοπιαστικού (καματώδεος) Καλοκαιριού, επιδίωξή μου ήταν να βρεθώ στην Τήνο, αυτό ακριβώς το ξημέρωμα, σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο, κάτω από το Ξώμπουργο, στο Θεσμοφόριο της Δήμητρας.

 

 

Έχω βρεθεί πολλές φορές σε αυτό το μέρος. Όλες τις εποχές του χρόνου. Με τη γη σε όλες τις φάσεις της και με τη φύση να ορχείται, ανάλογα με την εποχή.

Είναι φορές που η Εστία στο Θεσμοφόριο της Δήμητρα έχει μια αναλαμπή. Ένα τρέμουλο φωτός. Μια άχνη φωτός ή ένα ζέον είδωλο.

Ανηφορίζοντας το χωματόδρομο άκουσα τον πρώτο τζίτζικα της χρονιάς. Κρυμμένος σε μια μικρή άγρια αχλαδιά, εξέχεε τον Επινίκιο Ύμνο του Καλοκαιριού.

Σταμάτησα να τον ψάξω, να δω πού είναι, όπως κάνω πάντα, από μικρός, με τον πρώτο τζίτζικα που θα ακούσω κάθε καλοκαίρι.

Συνήθεια ζωής.

Παιδί έβαζα στοιχήματα με άλλους κάτω από ψηλά δέντρα, ποιος θα δει τα περισσότερα τζιτζίκια…

 

«Ήμος δε σκόλυμός τ’ ανθεί και ηχέτα τέττιξ

δενδρέω εφεζόμενος λιγυρήν καταχεύετ’ αοιδήν

πυκνόν υπό πτερύγων, θέρεος καματώδεος ώρη».

ΗΣΙΟΔΟΣ: «Έργα Και Ημέραι», (στίχοι 582-584).

 

«Όταν ανθεί το γαϊδουράγκαθο –λέει ο Ησίοδος- και ηχεί ο τζίτζικας καθισμένος στο δένδρο εκχέοντας ασταμάτητα κάτω από τα φτερά του το λυγερό τραγούδι του, τότε, του κοπιαστικού Θέρους είναι ώρα».

 

Αυτό το κείμενο από τον Ησίοδο το έχω πάντα στο μυαλό μου. Σαν τυφλοσούρτη. Αυτόματα κοίταξα γύρω, να δω όλη την εικόνα, με το ανθισμένο γαϊδουράγκαθο.

Η άχνη του καλοκαιριού στο Νότο ξεπερνά τη Νάξο και χάνεται κάτω ακόμη προς τη Σαντορίνη.

Υπέροχη θέα. Τέτοια, που ελάχιστες φορές το χρόνο είναι μπορετό να έχω από εδώ.

Το ξεχασμένο, σχεδόν αρχαίο αμπέλι στην ξερολιθιά με τις λειχήνες μου έφερε στο νου τον φίλο μου τον Θόδωρο και τους αμπελώνες του,  λίγες εκατοντάδες μέτρα από δω.

Πάντα τον νόμιζα Διόνυσο, αλλά τώρα με τα αμπέλια έχω ένα λόγο παραπάνω.

Ο Κοσμόπουλος (αυτός είναι ο Θόδωρος), ο Τεό, όπως μ’ αρέσει να τον φωνάζω, αποκτά όλο του το μεγαλείο, όταν έρθει στο κέφι. Είναι σεμνός και αθόρυβος και μόνο όταν αυτός βρει την ώρα του ξεσπά και ανθίζει.

 

 

Έτσι έχω στην τσέπη από το πουκάμισό μου, ειδικά γι’ αυτόν, ένα απόσπασμα από τον Ορφικό Ύμνο στο Διόνυσο, ελπίζοντας να τον μεταφράσω εδώ, ανάλογα με τη διάθεση που μου γεννά ο τόπος και κάποια ώρα θα βρω τον τρόπο να του το χαρίσω.

 

Κικλήσκω Διόνυσον

ἐρίβρομον, εὐαστῆρα,

πρωτόγονον, διφυῆ, τρίγονον,

Βακχεῖον ἄνακτα,

ἄγριον, ἄρρητον, κρύφιον,

δικέρωτα, δίμορφον, κισσόβρυον,

ταυρωπόν,

Ἀρήιον, εὔιον, ἁγνόν,

ὠμάδιον,

τριετῆ,

βοτρυηφόρον, ἐρνεσίπεπλον.

 

 

Τον Διόνυσο καλώ, 
τον θορυβώδη από τις ιαχές των «ευοί», 
τον πρωτογενή, πού έχει δύο φύσεις, τον γεννημένο τρεις φορές, 
τον Βακχευτή βασιλιά, 
Αυτόν που ζει στους αγρούς, τον ανομολόγητο, τον απόκρυφο, 
με τα δυο κέρατα, τις δυο μορφές, τον κισσοστόλιστο, 
πού έχει όψη ταύρου, 
τον πολεμικό, τον ευοί-κρακτο, τον αγνό, 
πού τρώγει ωμά κρέατα,

τον τριετή, 
πού τρέφει τα σταφύλια και είναι σκεπασμένος με βλαστούς. 

Νομίζω ότι θα αρέσει στον Τεό, αν ακούσει αυτό τον Ύμνο του Θεού, μια βραδιά κρασοκατάνυξης στο αμπέλι του. Έτσι, για ευχή και για καλή σοδειά…

 

 

Εὐβουλεῦ, πολύβουλε,

Διὸς καὶ Περσεφονείης ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς,

ἄμβροτε δαῖμον•

κλῦθι, μάκαρ, φωνῆς,

ἡδὺς δ᾽ ἐπίπνευσον ἀμεμ[φ]ής

εὐμενὲς ἦτορ ἔχων,

σὺν ἐυζώνοισι τιθήναις.

 

 

 

Ευβουλέα, πολυμήχανε, 
πού γεννήθηκες στα ανείπωτα κρεβάτια του Δία και της Περσεφόνης 
αθάνατε δαίμων

άκουσε μακάριε τη φωνή μου 
και έλα γλυκύς και καταδεκτικός 
με ευμενή διάθεση

μαζί με τις καλλίζωνες συντρόφους σου.

 

 

Είναι, που από δω ψηλά, βλέπω μπροστά μου τη Νάξο του Διόνυσου, με το βουνό Ζα στη μέση και ολόγυρα χρυσό το πέλαγο απ’ τον ήλιο, που έχει όλα τα κέφια του.

Παρασκευή, 21 Ιουνίου 2013, πρωί, ώρα 7:04. Ο ήλιος περνά το κατώφλι του καλοκαιριού, στο Θερινό του Στάσιμο.

Μεγαλειώδης αυτή η ώρα του πρωινού, σε ένα διάφανο, αστραφτερό τοπίο, μπροστά στη θάλασσα, και με τον ήλιο, του καλοκαιριού χρυσό ενώτιο.

 

Κλύθι Θεέ των Ευοί,

Ταυρόκερως έρχου

με κρασί στα ποτήρια

και φως φεγγαριού!

 

Βρέκαστρο, Τήνος, Κυριακή, 23 Ιουνίου 2013, ώρα 14:32, σχεδόν ακόμη μεσημέρι, το φεγγάρι γίνεται ολοστρόγγυλο. Πανσέληνος!

Το ίδιο βράδυ το βλέπω να ανεβαίνει από τη ράχη της Μυκόνου, με ένα ροζ χρώμα, περίπου διάφανο, μα και πυρρόχρωο,  ρόδινο στην πρώτη όψη του, σαν φούξια Ίασπις, που τρέφει της καλής ζωής το ρόδι.

Λένε πως ο Ίασπις σε φούξια απόχρωση είναι η πέτρα της ζωής και της ευφυΐας.

Στο κιαροσκούρο κάδρο το φεγγάρι, με τα φώτα της Μυκόνου και το φέγγισμα της θάλασσας από του φεγγαριού το φως.

Διονύσου και Απόλλωνος.

Νάξος και Δήλος.

Δυο αετώματα πάνω στη θάλασσα, μπροστά μου. Με φως αρχαίο, που δεν έχει αλλάξει ούτε κεραία.

 

Ολοστρόγγυλο φεγγάρι

της Θεάς το φως οικείς

και στης νύχτας το σκοτάδι

δρόμο ανοίγεις να κρυφτείς

Φως αρχαίο της σελήνης

που μετράς τον ουρανό

με τους μήνες, με τα χρόνια

γρίφος είσαι κι οδηγός.

 

Αυτό το γεμάτο φεγγάρι ήταν η μεγαλύτερη πανσέληνος του 2013. Τεράστιο. Πλησίασε τη Γη πιο κοντά από ποτέ, στα 356.991 χιλιόμετρα, όταν η μέση απόσταση μεταξύ Γης και Σελήνης είναι περίπου 382.900 χιλιόμετρα.

 

 

Ταυροκέρατο φεγγάρι,

που γεμίζεις με το φως

και με της Θεάς τη χάρη

των ανθρώπων οδηγός.

Δείξε μου Θεά της νύχτας

των ερώτων τις τροπές

και τα απόκρυφα σημάδια

μέσα απ’ τις φωτιές.

 

Οι νύχτες του Καλοκαιριού είναι μικρές, κι όμως, απέραντες. Το φεγγάρι ξεμετρά το πλάτος τους αιώνες πολλούς με τον ίδιο τρόπο.

Εκεί χωράνε και οι φωτιές του Αϊ-Γιαννιού, τη νύχτα του ηλιοτρόπιου. Φωτιές προϊστορικές, για να τραβά το δρόμο του ανεμπόδιστα ο ήλιος, μα και για να καίνε στους ανθρώπους οι φωτιές του έρωτα.

Έτσι πηδούν κορίτσια, αγόρια πάνω απ’ τους «Μάηδες» που καίγονται για να έχουν οι έρωτές τους αντοχές, εξαγνισμένοι στης φωτιάς τη φλόγα, μα και στο φως του φεγγαριού.

 

 

 

Των αμπελιών ο τόπος στο φως του φεγγαριού, έτσι όπως τρίζουν των σταφυλιών οι ρώγες για να βρουν τη γλύκα τους.

Θεά των αμπελιών

κι εσύ Θεέ του μούστου,

με τις αστροφεγγιές και τα ξενύχτια.

Θεέ του τρύγου.

Βακχευτή της νύχτας με το σφρίγος

 

Το βούκρανο στην ξερολιθιά

ορίζει της θεάς τον τόπο

και τα αμπέλια, τόπος του Θεού

του Διόνυσου.

 

Στα ξερόχορτα πνέει της Δήμητρας

ο αρχαίος αέρας, ίδιος έκτοτε

στα κίτρινα χωράφια

με το φως.

 

Αρχαία πνοή πάνω στη θάλασσα

με το λευκό πουκάμισο

του Ιουνίου του Μεγάλου

να ανεμίζει.

 

Ένα κοράκι  (Le corbeau) στα τείχη

φρουρός, ορίζει

των χωραφιών τους σπόρους

και τα μούρα.

 

Έτσι, πέρασε ο Γραίγος και ξωπίσω του ο Μαΐστρος, με τα σκιάχτρα στους φράχτες των αμπελιών, για τα κοράκια.

Καλοκαίρια στη σειρά. Η Πότνια Θηρών, τα τηγανόσχημα στη Χαλανδριανή, της Δήλου μια λοξή κολώνα κι όλο το φως στο Άνδηρο των Λιονταριών.

Έτσι, πέρασε η Μικρή Θεά, η Περσεφόνη και πήρε η Δήμητρα τους δρόμους. Πάνω στα κάστρα του Ξώμπουργου ανεμίζουν ακόμη σημαίες Βενετσιάνικες. Ένας καιρός ξέρει τα γούστα των κουρσάρων, μέσα από μεγάλες σιωπές και χαλασμούς.

Στην Πορτάρα της Νάξου. Η Αριάδνη στέκει, πριν γίνει στον ουρανό ωραίο στεφάνι. Μύθος λαμπερός, μια άχνη θάλασσα στ’ αστέρια. Ο Πολικός, ο Σείριος κι ο Διόνυσος. Μινώα Γη, της γλώσσας μου κρυφή λαχτάρα. Πέρασαν τα καράβια με τα ολοκόκκινα πανιά.

 

 

 

Μυρίζει θυμάρι και βλασταίνει ο βάτος. Ερινεός, μολόχες, σκίνα και μυρωδιές μικρές του Ιουνίου, που αναδεύεται μέσα στα χόρτα.

Θεά των αμπελιών, Θεά του νόστου

και Θεά που ανάβεις

των άστρων τις κρυφές φωτιές

Θεά από φως.

 

Της νύχτας είναι ο τόπος όλος

και του κρασιού

που λάμπει στα ποτήρια.

 

Θεά των αμπελιών, Θεά της νύχτας

και Θεά που καις

στα εσώψυχα των αγοριών

Θεά από φως.

 

Μια φωτιά σέρνεται στο πέλαγος. Ο ουρανός είναι γεμάτος άστρα. Κόσμοι μακρινοί. Ο κούκος κρύβεται στο αμπέλι και ο τζίτζικας χαλάει τον κόσμο μέσα στα φύλλα της μουριάς.

Θεά των αποκρύφων, Πότνια Θηρών, Θεά που ορίζεις των ερώτων τα έργα και διαβαίνεις μεσάνυχτα τον ουρανό.

Στα Ιερά κορυφής των προγόνων μου, σε αντικριστούς χορούς και όρκους που ανάβουν τα’ άστρα.

Εκεί στη ρίζα του αμπελιού βλασταίνει ο πόθος και γυρνάει η ζωή τους κύκλους της, κύκλους φεγγαριών και κύκλους του ήλιου.

Ξεβράζει η θάλασσα αρχαία πράματα, μνήμες ανθρώπων, κομμάτια οψιανό, αιχμές δοράτων από πυριτόλιθους, όστρακα αμφορέων και κοχύλια.

‘Ένα ξύλο με ωραίες καμπύλες, όπως το έφαγε το αλάτι καιρούς και χρόνια μεσοπέλαγα, μέχρι να το ξεβράσει στην αμμουδιά του Πόρτο.

Η άσπρη σκούφια του Τσικνιά δείχνει τον τρελό αέρα, που έρχεται από τα βουνά, κατρακυλάει όπως τα κατσίκια και ρίχνεται στη θάλασσα, όπως ρίχνονται τα δελφίνια στα παιχνίδια τους. 

Των αμπελιών τα σκιάχτρα τραγουδούν τις νύχτες το τραγούδι του τρελού, που είναι κρουσμένος από το φεγγάρι.

Αυτός ο τόπος θαρρώ κι είναι απέραντος, από τα βουνά μέχρι τη θάλασσα. Ο κόσμος όλος…

 

 

 

Ο τρελός του φεγγαριού. Μια κουκουβάγια κάθεται ώρα πολλή σε μια κολώνα του ηλεκτρικού και παρακολουθεί δυο μικρά γατιά που παίζουν. Είναι πια μεγάλα για να μπορέσει να τα αρπάξει. Ωστόσο, αυτό είναι το μόνο που την ενδιαφέρει…

Ώρα που χάνεται το φως. Αργά. Ο Ήλιος ξέρει από τελετουργίες.

 Χρυσό το πέλαγος στην άκρη της μέρας κι από την άλλη σκουραίνει ανατολικά ο ουρανός.

Οι Ιερές φωτιές δεν έπαψαν ποτέ να καίνε. Από τα κυκλώπεια τείχη στη ρίζα του Ξώμπουργου, μέχρι τα τρίστρατα του Ιουνίου.

Φωτιές του ήλιου και φωτιές του φεγγαριού. Οι Ιερές φωτιές των ανθρώπων. Αυτές που καίνε και εξαγνίζουν.

Το Καλοκαίρι ανάβει στις ξερολιθιές.

 

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ  Αθήνα 22 Σεπτεμβρίου 2013

 

 

 

ΥΓ: Πήρα μια μεγάλη στενοχώρια, γιατί έχασα ένα μεγάλο αρχείο με μερικές χιλιάδες φωτογραφίες, που είχα τραβήξει τα 2 τελευταία χρόνια. Μοναδικά αρχεία, αναντικατάστατα. Πήγα να κάνω format σε ένα εξωτερικό σκληρό δίσκο και μπερδεύτηκαν τα πράγματα από τη βιασύνη μου, έτσι που το format έγινε τελικά σε ένα άλλο δίσκο-αποθήκη με φωτογραφίες και χάθηκε όλο το αποθηκευμένο υλικό. Φωτογραφικό υλικό σε Raw και Jpeg. Κάποιος φίλος με έστειλε σε μια εταιρεία ανάκτησης δεδομένων, την WWW.texnikoi.com.  Και εκεί έγινε το θαύμα. Ξαναβρήκα όλα τα χαμένα αρχεία μου και με τον τρόπο ακριβώς που τα είχα αποθηκεύσει. Πήρα μια μεγάλη χαρά και ευχαριστώ αυτούς τους ανθρώπους γι’ αυτό που έκαναν. Έτσι, μπορώ να τροφοδοτώ πάλι αυτή τη σελίδα με δικό μου, αυθεντικό πρωτογενές υλικό.




zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα