Κείμενο και φωτογραφίες

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

ΣΚΙΝΟΣΕΛΙ

Τα Φωτα Που Καθρεφτίζονται Στη Θάλασσα

 

 

Ενας μεγαλοπρεπής ήλιος κατεβαίνει αργά από το θόλο του ουρανού. Το φως της μέρας χαμηλώνει, λες και ένα αόρατο χέρι παίζει με ένα ρεοστάτη. Σκουραίνει το ουράνιο τύμπανο στην Ανατολή και είναι έτοιμο να υποδεχτεί με τρόπο μυστηριακό, τη νύχτα που έρχεται.
Σαλεύουν αδιάκοπα τα φύλλα της χαρουπιάς δίπλα στο αλώνι, από τα πουλιά που ψάχνουν τόπο να κουρνιάσουν και κάνουν μια φασαρία ευχάριστη, με τις φωνές τους.
Ψηλά, στο θόλο του ουρανού τρέμει το φως από τα πρώτα τολμηρά άστρα, κόντρα στο φως του γερο-ήλιου, που έχει γίνει πια κόκκινος σαν το κρασί.
Για όλους τους πιτσιρίκους, φαντάζομαι πως είναι αίνιγμα, πού πάει ο ήλιος τέτοια ώρα...

 

«...μπορώ πια να τον κοιτάζω, χωρίς να κλείνουν τα μάτια μου. Ενα νταούλι κόκκινο, μια πυρωμένη πιθαρόπλακα, όπως αυτές που ξεκαμίνιαζε ο Στελιανός απ’ το καμίνι του στου Καραβά...»!

 

- Ε, Νικολάκι, δεν σου έχω πει να μη θωρείς τον ήλιο,
γιατί θα κάνουνε πουλιά τα μάτια σου; Τυφλώνει ο ήλιος...

Τ υφλώνει ο ήλιος! Μα, πού πάει; Η άκρη του πατάει στη θάλασσα και χάνεται. Βουλιάζει αργά-αργά και σβήνει, όπως τα κόκκινα μαντέμια που έσβηνε ο Χαρκιάς μέσα σ’ ένα κουβά νερό, στο χαρκιδιό του, στην Αγιά Τριάδα.
Εικόνες παράλληλες. Αυτή μόνο θα μπορούσε να είναι η σύγκριση, στη σκέψη ενός μικρού παιδιού για τα ανεξήγητα της ηλικίας του.
Μαγικές εικόνες ή μαγευτικές, μ’ ένα κόκκινο ήλιο που βουλιάζει, λίγο πιο πέρα απ’ την Ελούντα.

Σ κινοσέλι, πολλά χρόνια πριν, σαν φωτογραφίες, που κάνεις «κλικ» και ανασύρονται απ’ το file.
Τα μάτια ενός παιδιού φωτογραφίζουν με τον τρόπο που μια ψηφιακή κάμερα στέλνει στη μνήμη ό,τι περνά από τον φωτοφράχτη της και το αποθηκεύει σε χιλιάδες bytes.

Ο ι μέρες του καλοκαιριού φεύγουν με τρόπο πανηγυρικό. Συνήθως, κάποιος ξεχασμένος τζίτζικας τραγουδάει ακόμη εκεί στ’ αμπέλι.


Κοπάδια πέρδικες κακαρίζουν του καλού καιρού στην Τρυπητή κι ακούγεται ένας σκύλος που γαβγίζει.
Στην τρύπα απ’ την κουτσουνάρα του Αγίου Παντελεήμονα εμφανίζεται μια κουκουβάγια, που την έχω δει κι άλλες φορές να κάθεται για λίγο εκεί μπροστά στην τρύπα της κι ύστερα να γλιστράει στο σούρουπο, με ένα παράξενο φτερούγισμα, λες και τα φτερά της είναι στρόβιλοι, που κάνουν θόρυβο, όπως αλέθουν τον αέρα.

 

Σκινοσέλι, Αγ. Παντελεήμονας, καλοκαίρι 2004.


Κάποια φορά, κατάφερα να γίνουμε φίλοι. Της έδινα μικρά κομμάτια κρέας να ταϊζει τα μωρά της κι εκείνη, ανταποδίδοντάς μου την εμπιστοσύνη, με άφινε να σκαρφαλώνω μέχρι τη φωλιά και να χαϊδεύω τα μικρά της.
Σκινοσέλι, μ’ ένα φως ακραίο, λίγο πριν τη νύχτα ενός παλιού, αθέατου καλοκαιριού.


Μ ια ώρα απέραντη, αυτή που μεσολαβεί ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα του Ιουλίου.
Σβήνει σιγά-σιγά το φως και δυναμώνει λίγο-λίγο το σκοτάδι. Και στο ενδιάμεσο δεν είναι ούτε μέρα ακριβώς, ούτε και νύχτα.
Τότε είναι, που ξεδιπλώνουν ένα-ένα τα φώτα τους οι πολιτείες σε έναν ορίζοντα απροσδιόριστο και αχανή, στο μαύρο φόντο.
Μ’ άρεσε πάντοτε αυτή η εικόνα. Τα φώτα του Αγίου Νικολάου και λίγο πιο πέρα της Ελούντας. Κίτρινες φωτεινές χάντρες πάνω στη θάλασσα. Στο νερό τρέμει το καθρέφτισμά τους...
Κι από κοντά, ένα πλήθος νυχτοπέταρα μέσα στο σκοτάδι, που αφίνουν ήχους μαγικούς και απροσδιόριστους στη ζεστή νύχτα.
Αυτές οι εικόνες ξεδιπλώθηκαν όταν πριν από χρόνια άκουσα πρώτη φορά ένα τραγούδι του Lucio Dalla, με τη φωνή του Luciano Pavarotti. Το Caruso:

 

Qui dove il mare luccica

Εδώ, που λάμπει η θάλασσα

e tira forte il vento

και φυσάει στο φόρτε του ο αέρας

su una vecchia terrazza davanti al golfo di Sorrento

σε μια ταράτσα απέναντι απ’ τον κόλπο του Σορέντο

un uomo abbraccia una ragazza

ένας άντρας σφίγγει στην αγκαλιά του ένα κορίτσι

dopo che aveva pianto

αφού έχει κλάψει πριν

poi si schiarisce la voce e ricomincia il canto.

κι ύστερα δοκιμάζει τη φωνή του να ξαναρχίσει το τραγούδι

Ένα φως είναι που τρέχει πάνω στη θάλασσα. Κι είναι το φεγγάρι. Ενα ασημένιο μονοπάτι που το κόβει στη μέση η ράχη της Ψείρας.


Το νησί της Ψείρας όπως φαίνεται από το Σκινοσέλι.

 

« - Στο ποδαράκι της Ψείρας έχει αρχαία...! », μου ’λεγε ο πατέρας μου.
Κατοικημένο από Μινωϊτες, από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., αυτό το νησάκι είναι σήμερα έρημο και ακατοίκητο. Μόνο στο βυθό υπάρχουν ακόμη τούμπες από ναυάγια πλοίων των ανακτορικών χρόνων.

Ο κόλπος του Μεραμπέλου μοιάζει τις νύχτες με τον κόλπο του Σορέντο. Στον ένα είναι το Κάπρι που λάμπει με τα φώτα του. Στον άλλο λάμπει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο η Ελούντα.

 

 

Πανοραμική άποψη του κόλπου της Ελούντας

 

Ωστόσο, η μαγεία είναι τελικά αυτή η εικόνα, με τη νύχτα πάνω στη θάλασσα, και τα φώτα που αγρυπνούν μεσα σε μιαν αχλύ ραθυμίας κι έναν οίστρο, που έχουν οι έρωτες στην αίσθησή τους.
Κι εδώ απογειώνεται θαρώ η φωνή του Pavarotti.

 

Te voglio bene assai

Σε θέλω όσο δεν μπορεις να φανταστείς

ma tanto tanto bene sai

μα, όσο τίποτε, να ξέρεις

e una catena ormai

μας δένει μια αλυσίδα

che scioglie il sanque dint’ e vene sai

και χτυπά το αίμα σαν τρελό στις φλέβες, ξέρεις.

 

Μετρώ τα φώτα από τα γρι-γρι στο πόδι της ψείρας κι έρχεται ένας αέρας θαλασσινός ανακατεμένος με θυμάρια αζόγυρες, θρούμπι, ανωνίδες, αγκίσαρους, και ξεραμένη ασφεντρουλιά.


 

Ποτέ δεν είναι πιο κοντά ο θεός από αυτές τις νύχτες που μυρίζουν οι μασχάλες τους θάλασσα και θηλυκό.
Ενα άστρο χύνεται στον ουρανό και ξωπίσω του ύστερα ένα άλλο.
Ο γρύλος κοσκινίζει το σκοτάδι, να βρει ψήγματα χρυσού, καθώς πέφτουν τ’ άστρα.

 

Vide le luci in mezzo al mare

Είδε τα φώτα μεσοπέλαγα

penso alle notti la in America

σκέφτηκε τις νύχτες εκεί, στην Αμερική

ma erano solo le lampare

μα ήταν μοναχά τα πυροφάνια

e la bianca scia di un elica

και η λευκή σκιά μιας έλικας

 

senti il dolore nella musica

αισθάνθηκε τον πόνο από τη μουσική

si alzo dal pianoforte

σηκώθηκε από το πιάνο

ma quando vide la luna uscire da una nuvola

κι όταν είδε το φεγγάρι να βγαίνει από ένα σύννεφο

gli sembro piu dolce anche la morte

του φάνηκε πιο γλυκός ακόμη κι ο θάνατος.

 

Guadro negli occhi la ragazza

Κοίταξε στα μάτια το κορίτσι

quegli occhi verdi come il mare

αυτά τα πράσινα μάτια, όπως η θάλασσα

poi all’ improvviso usci una lacrima

και μετά του ξεφεύγει ένα δάκρυ

e lui credette di affogare

και πίστεψε ότι θα πνιγεί.

 

Ε νας αναστεναγμός είναι, ή, έστω, μια αναπνοή, έτσι verde come il mare. Ο δροσερός αέρας της νύχτας, που έρχεται απ’ τη θάλασσα, με τα φώτα των γρι-γρι πρώτα στην Ψείρα, και πιο μακριά ύστερα, διαβαίνοντας του σκοταδιού το σώμα, τα φώτα της Ελούντας που τρεμοπαίζουν σαν aqua marina στο λαιμό ενός κοριτσιού.
Οι νύχτες του καλοκαιριού πάνε του φάρδους. Από την Ελούντα ώς τον Κάστελα. Με τα φώτα της Μυρσίνης, της Σφάκας και της Τουρλωτής. Η Λάστρος κρύβεται μέσα στα βουνά, για να είναι η ίδια με το προϊστορικό της όνομα, μια Ιερή Κρύπτη.

 

Te voglio bene assai

Σε θέλω όσο δεν μπορεις να φανταστείς

ma tanto tanto bene sai

μα, όσο τίποτε, να ξέρεις

e una catena ormai

μας δένει μια αλυσίδα

che scioglie il sanque dint’ e vene sai

και χτυπά το αίμα σαν τρελό στις φλέβες, ξέρεις.

 

Π οτέ δεν ήταν καλύτερη η ζωή από αυτή στο αλώνι με τις θυμωνιές. Ανάσκελα κάτω από έναν ουρανό γεμάτο άστρα. Και ποτέ δεν ήταν πιο μεγάλος ο ουρανός, και πιο λαμπερός, σαν υγρό κρύσταλλο.


Σ κινοσέλι, αιώνες πριν από χτες μόλις, μ’ ένα φως αρχαίο, που δεν έχει όνομα, κι όμως είναι ίδιο.
Τσιμπάνε οι σκνίπες που και που. Αν θες να γλιτώσεις τα τσιμπίματά τους, τρίψε στα μπράτσα σου φασκομηλιές.
Μυρίζει σκίνα η νύχτα κι έχει μια ζέστη η πέτρα απ’ το κορμί σου.
Μη γυρεύεις άλλα. Ah! si, e la vita che finisce. Τι τα θες. Το μονοπάτι του φεγγαριού δεν τελειώνει ποτέ πάνω στη θάλασσα.

 

Potenza della lirica

Δύναμη της ποίησης

dove ogni drama e un falso

όπου κάθε δράμα είναι μια προσποίηση

che con un ‘po di trucco e con la mimica

που με λίγο μακιγιάζ και λίγο θέατρο

puoi diventare un altro

μπορεί να προκύψεικάτι άλλο.

 

Ma due occhi che ti guardano

Αλλά δυο μάτια που σε κοιτάζουν

cosi vicini e veri

έτσι κοντινά και αληθινά

ti fanno scordare le parole

σε κάνουν να χάνεις τις λέξεις

confondono i pensieri.

μπερδεύοντας τις σκέψεις σου.

 

Cosi divento tutto piccolo

Ετσι, έγιναν όλα τόσο μικρά

anche le notti la in America

ακόμα και οι νύχτες εκεί, στην Αμερική

ti volti e vedi la tua vita

γυρνάς και βλέπεις τη ζωή σου

come la scia di un’ elica

όπως τη σκιά ενός έλικα.

 

Ah! si, e la vita che finisce

Α! Ναι, είναι η ζωή που τελειώνει

ma lui non ci penso poi tanto

μα, αυτός δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πιο πολύ

anzi si sentiva felice

αντίθετα, αισθάνεται ευτυχισμένος

e ricomincio il suo canto

και ξαναρχίζει το τραγούδι του

 

Σκινοσέλι, νύχτες καλοκαιριού, μπροστά στον κόλπο του Μεραμπέλου, με τα φώτα να κάνουν σινιάλο σε ένα σωρό σκέψεις που πεταρίζουν όπως τα πουλιά στα φύλλα της χαρουπιάς, κι ένα τραγούδι, που το σκορπίζει ο αέρας πάνω απ’ τη θάλασσα.



«Μιμνήσκεο πατρίδος αίης», λέει ο Ομηρος για τον Οδυσσέα, μα δεν είναι αυτό, ότι τάχα στις αγκαλιές της Καλυψώς ξέχασε την Ιθάκη. Οι νύχτες του καλοκαιριού είναι πατρίδες. Και είναι τα φώτα τους σημαίες.
Φιλιά που χύνονται άστρα. Και σιγανές φωνές, όπως το κύμα που φιλάει την άμμο.
Η ζωή δεν τελειώνει έτσι. Κι ας είναι μια δροσιά της νύχτας που έρχεται απ’ τη θάλασσα. Με τον τρόπο της είναι Potenza della lirica, ένα τραγούδι με μυρωδιές από φλισκούνι.

 

Te voglio bene assai

Σε θέλω όσο δεν μπορεις να φανταστείς

ma tanto tanto bene sai

μα, όσο τίποτε, να ξέρεις

e una catena ormai

μας δένει μια αλυσίδα

che scioglie il sanque dint’ e vene sai

και χτυπά το αίμα σαν τρελό στις φλέβες, ξέρεις.

 

Το φως του ήλιου όταν το κοιτάς πολύ είναι σαν να τρίβεις στα μάτια σου αγκαραθιές.
Μόνο η μέλισσα μπορεί να μαζεύει τη σκόνη της αγκαραθιάς και κάνει μέλι.
Ετσι και η ζωή. Το μέλι της είναι παράξενο. Ισως ένα μοναχικό φως στην άκρη της νύχτας, που έβλεπα μικρός πάνω στην Ασκορδαλιά.
Κι αυτό το τραγούδι του Lucio Dalla, έχει μια γεύση στυφή όπως τα πρώτα σταφύλια, στα καλάθια με τα κληματόφυλλα, εκεί στον Αγιο Παντελεήμονα, 27 Ιουλίου, όπως μεσουρανεί το καλοκαίρι.

 

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Αθήνα, ξημερώνοντας 14 Μαϊου 2004

 

 

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Θα μπορούσε να είναι αυτό το τελευτασίο κείμενο που θα είχα γράψει. Τελειώνοντάς το, ήταν ξημερώματα πια και είχα μια στυφή γεύση από το ξενύχτι, ακούγοντας, ωστόσο, το αγαπημένο μου Caruso. Κοιμήθηκα λίγο κι έκανα ένα κακό και ταραγμένο ύπνο. Ενιωθα μια αδιαθεσία στο στομάχι. Πήγα στο STAR κι ασχολήθηκα όπως κάθε μέρα, με τη σύνταξη του Δελτίου Ειδήσεων. Εκεί γύρω στις 5 το απόγευμα αισθάνθηκα κάθε δύναμή μου να μ’ εγκαταλείπει. Δεν έχασα, ωστόσο, ούτε στιγμή τις αισθήσεις μου. Με παρέλαβε ένα ασθενοφόρο κι εκεί μέσα, καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο ήρθε ένα οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου. Τη γλίτωσα με ένα εξαπλό bypass! Ετσι, κατάφερα να ξαναδώ το φως του ήλιου...

 

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Αθήνα 20 Ιουνίου 2004

 



zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα