Κείμενο και φωτογραφίες ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣΣΚΙΝΟΣΕΛΙΤα Φωτα Που Καθρεφτίζονται Στη Θάλασσα
![]()
Ενας μεγαλοπρεπής ήλιος κατεβαίνει αργά από το θόλο του ουρανού. Το φως της μέρας
χαμηλώνει, λες και ένα αόρατο χέρι παίζει με ένα ρεοστάτη. Σκουραίνει το ουράνιο
τύμπανο στην Ανατολή και είναι έτοιμο να υποδεχτεί με τρόπο μυστηριακό, τη
νύχτα που έρχεται.
«...μπορώ πια να τον κοιτάζω, χωρίς να κλείνουν τα μάτια μου. Ενα νταούλι κόκκινο, μια πυρωμένη πιθαρόπλακα, όπως αυτές που ξεκαμίνιαζε ο Στελιανός απ’ το καμίνι του στου Καραβά...»!
- Ε, Νικολάκι, δεν σου έχω πει να μη θωρείς τον ήλιο,
γιατί θα κάνουνε πουλιά τα μάτια σου; Τυφλώνει ο ήλιος...
Τ
υφλώνει ο ήλιος! Μα, πού πάει; Η άκρη του πατάει στη θάλασσα και χάνεται. Βουλιάζει
αργά-αργά και σβήνει, όπως τα κόκκινα μαντέμια που έσβηνε ο Χαρκιάς μέσα σ’ ένα
κουβά νερό, στο χαρκιδιό του, στην Αγιά Τριάδα.
Σ
κινοσέλι, πολλά χρόνια πριν, σαν φωτογραφίες, που κάνεις «κλικ» και ανασύρονται απ’ το file.
Ο
ι μέρες του καλοκαιριού φεύγουν με τρόπο πανηγυρικό. Συνήθως, κάποιος ξεχασμένος
τζίτζικας τραγουδάει ακόμη εκεί στ’ αμπέλι. ![]()
Κοπάδια πέρδικες κακαρίζουν του καλού καιρού στην Τρυπητή κι ακούγεται ένας σκύλος που γαβγίζει.
![]() Σκινοσέλι, Αγ. Παντελεήμονας, καλοκαίρι 2004.
Κάποια φορά, κατάφερα να γίνουμε φίλοι. Της έδινα μικρά κομμάτια κρέας να ταϊζει τα μωρά της κι εκείνη, ανταποδίδοντάς μου την εμπιστοσύνη, με άφινε να σκαρφαλώνω μέχρι τη φωλιά και
να χαϊδεύω τα μικρά της. ![]()
Μ
ια ώρα απέραντη, αυτή που μεσολαβεί ανάμεσα στη μέρα και τη νύχτα του Ιουλίου.
Qui dove il mare luccicaΕδώ, που λάμπει η θάλασσαe tira forte il ventoκαι φυσάει στο φόρτε του ο αέραςsu una vecchia terrazza davanti al golfo di Sorrentoσε μια ταράτσα απέναντι απ’ τον κόλπο του Σορέντοun uomo abbraccia una ragazzaένας άντρας σφίγγει στην αγκαλιά του ένα κορίτσιdopo che aveva piantoαφού έχει κλάψει πρινpoi si schiarisce la voce e ricomincia il canto.κι ύστερα δοκιμάζει τη φωνή του να ξαναρχίσει το τραγούδιΈνα φως είναι που τρέχει πάνω στη θάλασσα. Κι είναι το φεγγάρι. Ενα ασημένιο μονοπάτι που το κόβει στη μέση η ράχη της Ψείρας. ![]() Το νησί της Ψείρας όπως φαίνεται από το Σκινοσέλι.
« - Στο ποδαράκι της Ψείρας έχει αρχαία...! », μου ’λεγε ο πατέρας μου. Ο κόλπος του Μεραμπέλου μοιάζει τις νύχτες με τον κόλπο του Σορέντο. Στον ένα είναι το Κάπρι που λάμπει με τα φώτα του. Στον άλλο λάμπει σχεδόν με τον ίδιο τρόπο η Ελούντα.
![]() Πανοραμική άποψη του κόλπου της Ελούντας
Ωστόσο, η μαγεία είναι τελικά αυτή η εικόνα, με τη νύχτα πάνω στη θάλασσα, και τα φώτα που αγρυπνούν μεσα σε μιαν αχλύ ραθυμίας κι έναν οίστρο, που έχουν οι έρωτες στην
αίσθησή τους.
Te voglio bene assaiΣε θέλω όσο δεν μπορεις να φανταστείςma tanto tanto bene saiμα, όσο τίποτε, να ξέρειςe una catena ormaiμας δένει μια αλυσίδαche scioglie il sanque dint’ e vene saiκαι χτυπά το αίμα σαν τρελό στις φλέβες, ξέρεις.
Μετρώ τα φώτα από τα γρι-γρι στο πόδι της ψείρας κι έρχεται ένας αέρας θαλασσινός ανακατεμένος με θυμάρια αζόγυρες, θρούμπι, ανωνίδες, αγκίσαρους, και ξεραμένη ασφεντρουλιά. ![]()
Ποτέ δεν είναι πιο κοντά ο θεός από αυτές τις νύχτες που μυρίζουν οι μασχάλες τους θάλασσα και θηλυκό.
Vide le luci in mezzo al mareΕίδε τα φώτα μεσοπέλαγαpenso alle notti la in Americaσκέφτηκε τις νύχτες εκεί, στην Αμερικήma erano solo le lampareμα ήταν μοναχά τα πυροφάνιαe la bianca scia di un elicaκαι η λευκή σκιά μιας έλικας
senti il dolore nella musicaαισθάνθηκε τον πόνο από τη μουσικήsi alzo dal pianoforteσηκώθηκε από το πιάνοma quando vide la luna uscire da una nuvolaκι όταν είδε το φεγγάρι να βγαίνει από ένα σύννεφοgli sembro piu dolce anche la morteτου φάνηκε πιο γλυκός ακόμη κι ο θάνατος.
Guadro negli occhi la ragazzaΚοίταξε στα μάτια το κορίτσιquegli occhi verdi come il mareαυτά τα πράσινα μάτια, όπως η θάλασσα poi all’ improvviso usci una lacrimaκαι μετά του ξεφεύγει ένα δάκρυe lui credette di affogareκαι πίστεψε ότι θα πνιγεί.
Ε
νας αναστεναγμός είναι, ή, έστω, μια αναπνοή, έτσι verde
come il mare. Ο δροσερός αέρας της νύχτας, που έρχεται απ’ τη θάλασσα,
με τα φώτα των γρι-γρι πρώτα στην Ψείρα, και πιο μακριά ύστερα, διαβαίνοντας
του σκοταδιού το σώμα, τα φώτα της Ελούντας που τρεμοπαίζουν σαν aqua marina στο
λαιμό ενός κοριτσιού.
Te voglio bene assaiΣε θέλω όσο δεν μπορεις να φανταστείςma tanto tanto bene saiμα, όσο τίποτε, να ξέρειςe una catena ormaiμας δένει μια αλυσίδαche scioglie il sanque dint’ e vene saiκαι χτυπά το αίμα σαν τρελό στις φλέβες, ξέρεις.
Π οτέ δεν ήταν καλύτερη η ζωή από αυτή στο αλώνι με τις θυμωνιές. Ανάσκελα κάτω από έναν ουρανό γεμάτο άστρα. Και ποτέ δεν ήταν πιο μεγάλος ο ουρανός, και πιο λαμπερός, σαν υγρό κρύσταλλο. ![]()
Σ
κινοσέλι, αιώνες πριν από χτες μόλις, μ’ ένα φως αρχαίο, που δεν έχει όνομα, κι όμως
είναι ίδιο.
Potenza della liricaΔύναμη της ποίησηςdove ogni drama e un falsoόπου κάθε δράμα είναι μια προσποίησηche con un ‘po di trucco e con la mimicaπου με λίγο μακιγιάζ και λίγο θέατροpuoi diventare un altroμπορεί να προκύψεικάτι άλλο.
Ma due occhi che ti guardanoΑλλά δυο μάτια που σε κοιτάζουνcosi vicini e veriέτσι κοντινά και αληθινάti fanno scordare le paroleσε κάνουν να χάνεις τις λέξειςconfondono i pensieri.μπερδεύοντας τις σκέψεις σου.
Cosi divento tutto piccoloΕτσι, έγιναν όλα τόσο μικράanche le notti la in Americaακόμα και οι νύχτες εκεί, στην Αμερικήti volti e vedi la tua vitaγυρνάς και βλέπεις τη ζωή σουcome la scia di un’ elicaόπως τη σκιά ενός έλικα.
Ah! si, e la vita che finisceΑ! Ναι, είναι η ζωή που τελειώνειma lui non ci penso poi tantoμα, αυτός δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί πιο πολύanzi si sentiva feliceαντίθετα, αισθάνεται ευτυχισμένοςe ricomincio il suo cantoκαι ξαναρχίζει το τραγούδι του
Σκινοσέλι, νύχτες καλοκαιριού, μπροστά στον κόλπο του Μεραμπέλου, με τα φώτα να κάνουν σινιάλο σε ένα σωρό σκέψεις που πεταρίζουν όπως τα πουλιά στα φύλλα της χαρουπιάς, κι ένα τραγούδι, που το σκορπίζει ο αέρας πάνω απ’ τη θάλασσα. ![]() «Μιμνήσκεο πατρίδος αίης», λέει
ο Ομηρος για τον Οδυσσέα, μα δεν είναι αυτό, ότι τάχα στις αγκαλιές της Καλυψώς
ξέχασε την Ιθάκη. Οι νύχτες του καλοκαιριού είναι πατρίδες. Και είναι τα φώτα
τους σημαίες.
Te voglio bene assaiΣε θέλω όσο δεν μπορεις να φανταστείςma tanto tanto bene saiμα, όσο τίποτε, να ξέρειςe una catena ormaiμας δένει μια αλυσίδαche scioglie il sanque dint’ e vene saiκαι χτυπά το αίμα σαν τρελό στις φλέβες, ξέρεις.
![]()
Το φως του ήλιου όταν το κοιτάς πολύ είναι σαν να τρίβεις στα μάτια σου
αγκαραθιές.
![]() ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ Αθήνα, ξημερώνοντας 14 Μαϊου 2004
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Θα μπορούσε να είναι αυτό το τελευτασίο κείμενο που θα είχα γράψει. Τελειώνοντάς το, ήταν ξημερώματα πια και είχα μια στυφή γεύση από το ξενύχτι, ακούγοντας, ωστόσο, το αγαπημένο μου Caruso. Κοιμήθηκα λίγο κι έκανα ένα κακό και ταραγμένο ύπνο. Ενιωθα μια αδιαθεσία στο στομάχι. Πήγα στο STAR κι ασχολήθηκα όπως κάθε μέρα, με τη σύνταξη του Δελτίου Ειδήσεων. Εκεί γύρω στις 5 το απόγευμα αισθάνθηκα κάθε δύναμή μου να μ’ εγκαταλείπει. Δεν έχασα, ωστόσο, ούτε στιγμή τις αισθήσεις μου. Με παρέλαβε ένα ασθενοφόρο κι εκεί μέσα, καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο ήρθε ένα οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου. Τη γλίτωσα με ένα εξαπλό bypass! Ετσι, κατάφερα να ξαναδώ το φως του ήλιου...
ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ Αθήνα 20 Ιουνίου 2004
![]() |