ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ/ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ Ημερολόγιο Καλοκαιριού 2013 Περίοδος VII, Κρήτη ΜίΛΑΤΟΣ Και το επίθετο mi-la-ti-ja στη Γραμμική Β΄
Μια από τις εισόδους του Σπηλαίου, στον απόκρημνο βράχο.
Μια πινακίδα με γραμμική Β΄ γραφή, λίγο πριν από την οριστική καταστροφή της Κνωσού είναι η αρχαιότερη πιστοποίηση για το όνομα Μίλατος. Για την ακρίβεια, το επίθετο Mi-la-ti-ja, στη Γραμμική Β΄ αναφέρεται σε κάποια γυναίκα ή σε κάποιες γυναίκες από τη Μίλατο. Ως εκ τούτου, το όνομα Μίλατος είναι Μινωικό, καθώς η πινακίδα αυτή χρονολογείται σε μια περίοδο, τουλάχιστον πριν από το 1250 προ Χριστού. Μια άλλη μαρτυρία, πάλι από πινακίδα σε Γραμμική Β΄ κάνει λόγο για τον τόπο που βρίσκεται η Μίλατος, χαρακτηρίζοντάς τον με το επίθετο «σα-ρα-πι-δο», που σημαίνει απόκρημνος ή και επικίνδυνος. Η ακτή στη Μίλατο είναι ακριβώς τέτοια, βραχώδης και επικίνδυνη, με κάθετους βράχους να υψώνονται κατακόρυφα από τη θάλασσα, σε ένα άκρως εντυπωσιακό τοπίο. Μόνο η απόληξη της κοιλάδας, μπροστά από την περιοχή που βρισκόταν η προϊστορική πόλη γίνεται ομαλή στην ακτογραμμή, ενώ δεξιά και αριστερά, οι μετώπες των βράχων, μοιάζουν με γλυπτά από γρανίτες και γκρίζους ασβεστόλιθους, που τους έχει σμιλέψει ο δριμύς αέρας, αυτός που έρχεται αψύς από το Βορρά, από τη θάλασσα, φορτωμένος αλάτι.
Οι λαξεμένοι στο φυσικό βράχο, στην είσοδο του Σπηλαίου, μικροί αποθέτες των προϊστορικών (;) χρόνων.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου η μικρή εκκλησία, κολλημένη στο βράχο.
Το Σπήλαιο της Μιλάτου είναι ένα από τα σημεία, που ενδεχομένως να πιστοποιούν την κατοίκηση του τόπου στα Μινωικά χρόνια, καθώς εδώ εντοπίζονται ίχνη χρήσης του σπηλαίου τη Μινωική περίοδο. Σε μια από τις εισόδους του σπηλαίου, πάνω στο συμπαγή, επίπεδο βράχο, υπάρχουν λαξευτά βαθουλώματα και κοιλότητες, που μοιάζουν με αποθέτες προσφορών. Σε πολλά άλλα σημεία του πολυδαίδαλου σπηλαίου υπάρχουν επιφάνειες που έχουν λαξευτεί για διάφορες αιτίες και σήμερα έχουν παραμορφωθεί από φθορές που έχουν προκαλέσει ζώα και άνθρωποι. Ένα φαράγγι στριφογυρίζει κάτω από την είσοδο του Σπηλαίου και ταξιδεύει προς τη θάλασσα. Η απότομη κλίση από το ρείθρο του Σπηλαίου μέχρι την κοίτη του ξεροπόταμου, μοιάζει με βάραθρο, αλλά έχω την εντύπωση ότι η κλίση της πλαγιάς είναι βατή, έστω και με κάποια δυσκολία και από την πλαγιά αυτή ίσως να ήταν η πρόσβαση στο Σπήλαιο τα αρχαία χρόνια.
Ιστορικό Σπήλαιο Μιλάτου. Η επιγραφή αναφέρεται στη σφαγή του 1823 και μόνο.
Το Σπήλαιο αυτό, πάντως είναι γνωστό κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, για τη σφαγή 2.000 ανθρώπων, το Φεβρουάριο του 1823, που είχαν καταφύγει εδώ για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Σφαγέας τους ο Τούρκος Χασάν Αγά. Η σφαγή περιγράφεται με εικόνες ζόφου και άκρας αγριότητας, από αφηγήσεις όσων ελάχιστων επέζησαν. Η μνήμη αυτών των ανθρώπων που κατακρεουργήθηκαν σ’ αυτό το σπήλαιο τιμάται την Κυριακή μετά το Πάσχα. Το Σπήλαιο εξ αιτίας και της μοναδικότητάς του, μοιάζει να είναι το επίκεντρο μια Μινωικής λατρείας, ενώ το τοπίο μοιάζει και σήμερα ακόμη να έχει αλλάξει ελάχιστα εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια. Φεύγοντας από την Τάρμαρο (περιοχή του Ανακτόρου των Μαλίων) προς τη Μίλατο η διαδρομή ανάμεσα στα χωράφια με τις χαμηλές ελιές είναι ασφαλώς ένα τοπίο Μινωικό, με το Κρητικό Καλοκαίρι να είναι γεμάτο μυρωδιές από μικρόχορτα και ήχους τζιτζικιών. Δροσιστικά φυσήματα, ριπές αέρα ακόμη και στην καρδιά του δύσκολου μεσημεριού με το εκτυφλωτικό φως να μπερδεύεται στα φύλλα της ελιάς, να δονείται ο τόπος από εκατομμύρια τζιτζίκια και να χύνεται μέχρι τη θάλασσα η αναλαμπή, για να σβήσει τσιτσιρίζοντας στο βαθύ μπλε Κρητικό πέλαγος. Τυπώνεται βαθιά στη μνήμη αυτή η διαδρομή. Μια ζωντανή Μινωική μυθογραφία, ίσως το ιερό άλσος στις τοιχογραφίες της Κνωσού, ο τρόπος που βυθίζει ο ήλιος το φως του στις ελιές, μα και στη θάλασσα, οι σκούρες πέτρες που καίνε, οι σγουροί θάμνοι με τη μυρωδιά των αγκισάρων (του διάσημου από τη Μινωική εποχή ακόμη κρητικού κίστου, μοναδικού συστατικού για τα φάρμακα, τις αλοιφές και τα αρώματα των αλοιφοποιών και των μυροπλόκων των Μινωικών Ανακτόρων). Το Καλοκαίρι στην Κρήτη μυρίζει έντονα, με εκατομμύρια μυρωδιές… Η Μίλατος, κατοικημένη από τα προϊστορικά χρόνια με σχεδόν αδιάλειπτη κατοίκηση, παρ’ ότι δεν έχει βρεθεί ακόμη η ίδια η πόλη των προϊστορικών, των Μινωικών ή και των κλασικών χρόνων, η ατμόσφαιρα, ο τόπος, τα υπάρχοντά του όλα διατηρούν το αρχετυπικό τους νόημα, την αίσθηση ενός ακοίμητου χρόνου, το αδιατάρακτο ενός παντοτινού Καλοκαιριού. Ο φλοίσβος της θάλασσας απαντά στα τζιτζίκια που τραγουδούν στο αλμυρίκι δίπλα στη θάλασσα.
Η μορφή αυτού του σπηλαίου με τις πολλές στοές και τις καταβόθρες φαντάζει ιδανική για τη λατρεία και τα μυστήρια των Μινωιτών.
Οι ελαιώνες με τις μικρόσωμες μινωίτικες ελιές είναι αυτές που δίνουν στον τόπο ένα ξεχωριστό τόνο, μια φυσιογνωμία και μαζί με τις ελιές συντρέχουν ένα πλήθος από μυστικά, θάμνοι και ξερόχορτα του κρητικού καλοκαιριού ή ένα αμπέλι με το σγουρό του πράσινο να ξεχωρίζει και ακόμη εκείνα τα μικρά δοξαστικά μποστάνια με λογής πραμάτειες, μελιτζάνες, μπάμιες, καρπούζια, φασόλια, βλίτα και στις άκρες τους συκιές και φρουτόδεντρα. Μικροί, οικογενειακοί κήποι, που μαρτυρούν, ωστόσο, μια πανάρχαια συνήθεια. Το ύφος της αιώνιας Κρήτης. Επιμένω σ’ αυτό, επιστρέφοντας σε παιδικές μνήμες, που κρατούν το σώμα τους ζωντανό, έτσι που να πιστεύω ότι αυτή η αίσθηση έρχεται βαθιά μέσα από το χρόνο, πολύ βαθιά, από την εποχή που οι Μινωίτες βοτανοσυλλέκτες τρυγούσαν τις μυρωδιές της κρητικής γης, της «Χώρας των Κεφτιού», όπως την έλεγαν οι Αιγύπτιοι της εποχής των Φαραώ, που περίμεναν από αυτή τα αρώματα και τις αλοιφές από τους ALEPHAZOOI της Γραμμικής Β΄, «τους ανθρώπους, που βράζουν τις αλοιφές» και τους εμπόρους των αρωμάτων. Λίγο να σταθώ στο δρόμο από τη Μίλατο στη Νεάπολη, ένα παλιό δρόμο που περνά πάνω από το φρύδι της Σπηλιάς, μπορώ να μυρίζω επί τόπου τις πρώτες ύλες των Μινωιτών ALEPHAZOOI, την αγκαραθιά, τους ασπαλάθους, το θυμάρι, τη θρούμπη, το φασκόμηλο, μα προπαντός την εκχέουσα στη ζέστη του μεσημεριού πανάκριβη από τότε μυρωδιά του κρητικού κίστου, του αγκίσαρου, που έκανε από τότε τα γένια των τράγων να μυρίζουν θεϊκά. Και το στυφό άρωμα του σκίνου. Από μικρός το συνηθίζω να έχω ανάμεσα στα δόντια ένα κλαράκι σκίνου, εκχυμώνοντας από τα φύλλα του το άρωμα των αρωμάτων. Αυτό είναι το αναλάμπον με μύριους τρόπους κρητικό καλοκαίρι, που παίρνει φόρα από τα πυρωμένα χαράκια της Μιλάτου και καρφώνεται με την κεφαλή στη θάλασσα. Με λινό πανί ταιριάζει η αναλαμπή που σηκώνεται από το χώμα και λικνίζεται με το τρέμουλό της στην ατμόσφαιρα. Πανί, στη Γραμμική Β΄ το λένε PANEA, χωρίς καθόλου να διαφέρει, γι’ αυτό λέω πως τα μονοπάτια έρχονται από παλιά με τις προϊστορικές τους μυρωδιές και είμαι σίγουρος, ότι μιλώ τη γλώσσα των προγόνων μου χίλιες και βάλε γενιές οπίσω, έχοντας διαρκώς την αθιβολή τους και την έγνοια τους.
Τα λαξεύματα από ανθρώπινο χέρι στις εισόδους του σπηλαίου, (αλλά και στο εσωτερικό του) είναι εμφανή.
Έτσι πέρασαν χιλιάδες χρόνια, κουβαλώντας ένα μεγάλο φορτίο από πράξεις ανθρώπων και συνήθειες, που εξακολουθούν. Πότνια (POTINIJA) Κεφτιού! Ναι, το λέω σχεδόν με άκρα σιγουριά, πως η γιαγιά μου το Μαρούλι και η γιαγιά μου η Πηνελόπη μιλούσαν μινωικά, όπως και ο γέρο-Μανώλης Καταπότης, ο ψάλτης, η θειά μου το Παπαντρουλοδεσποινιό με το σπιρτάδο λόγο, ο Στελιανός ο Καμπίτης (Μινωίτης αυθεντικός αυτός) και η Πελαγία του Πετράκη, ο Χαρκιάς (άλλο εργαστήρι μύθων και πραγμάτων, με το φυσερό του Ήφαιστου από πάνω από τη βρύση στην Αγιά Τριάδα). Όλοι αυτοί και άλλοι, που μου ξεφεύγουν, ακόμη και από τις πρώιμες μνήμες μου, όπως ο Μουζούρης ή ο Κοτσυφός, μιλούσαν την αυθεντική, πανάρχαια γλώσσα, που μιλούσαν στην Κνωσό, στα Μάλια, στη Φαιστό, στη Ζάκρο. Κρίμα, που πέρασε αυτή η μεγάλη ευκαιρία από τα χέρια μου, χωρίς να κάνω αυτό που θα έκανα τώρα, αν την ξαναείχα μπροστά μου. Πότνια (POTINIJA) Κεφτιού!
Ακόμη μια άποψη από το εντυπωσιακό εσωτερικό του σπηλαίου.
Ίσως και να είναι η Μίλατος ένας τόπος μυστικός. Περνώντας τον τόπο των φαραγγιών, την Τάρμαρο, με το πέλαγο ευθεία μπροστά και τα χαράκια στο Νότο. Mi-la-ti-ja. Πάντα πιστεύω (από παιδί) ότι το Καλοκαίρι τρυπώνει από τις χαραμάδες που έχουν οι παλιές πόρτες και στροβιλίζεται στις δέσμες με τις φωτεινές σκόνες, που έχουν ένα τρόπο να μαγεύουν. Τα παιδιά διανύουν μέχρι και πάνω από τα δέκα χρόνια τους, τον καιρό της μύησής τους στους έρωτες των πραγμάτων, πριν ακόμη μπουν στα άλλα παιχνίδια των ερώτων και τα απόκρυφα των ηδονών τους. Μπορεί και πριν από 5.000 χρόνια να μυήθηκαν σ’ αυτό τον τόπο παιδιά, υπηρετώντας τη Θεά, με το φόβο της πολυθάλαμης σπηλιάς, που στροβιλίζεται στα έγκατα, σκοτεινή, με το ύφος του χάους. Στους γκρεμούς, έξω από το στόμιό της ακούγονται κουδούνια αιγών, αλλά πουθενά δεν φαίνεται ούτε ένας ΑΙ-ΚΙ-ΠΑ-ΤΑ (γιδοβοσκός) ή άλλος ΠΟ-ΜΕ-ΝΕ (ποιμένας). Πόσο διαφέρουν αυτές οι λέξεις της Γραμμικής Β΄ από τις αντίστοιχες σημερινές; Καθόλου. Τα φαράγγια είναι ο τόπος των αιγών και των μυημένων. Η ηχώ και τα κουδούνια των τράγων, που ανακατώνονται με το βουητό μιας μέλισσας, το τραγούδι του κοτσυφού, το «κρα» του κόρακα, ο αρχαιότυπος ήχος των φοβερών πραγμάτων. Των μυστηρίων. Μύηση είναι τα κλειστά μάτια. Οι ηδονές των ερώτων. Τα μεσημέρια των καλοκαιριών. Η θάλασσα, που δεν κοιμάται. Το γεράκι που ακινητεί μεσούρανα. Σείεται ο τόπος από τις φωνές των τζιτζικιών, που συναγωνίζονται την ένταση της πυράς του ήλιου. Ο Ιούλιος σκαρφαλώνει στο σγουρό κεφάλι της ελιάς. Τρίβω με τα δάκτυλα ένα κλωναράκι σκίνο κι αυτό εκχέει τα έλαιά του μέσα στη δυνατή κάψα του Ιουλίου, ευχαριστώντας τη Θεά, που ενδημεί στους σκίνους. Ο σκίνος είναι ένα από τα αρωματικά φυτά που το κατοικούν χθόνιες Θεές των προϊστορικών χρόνων. Η Θεά των αρωμάτων ή η Θεά των αιθέριων ελαίων της αιωνιότητας και οι μυραλοιφές των κοριτσιών, που έχουν άλκιμους έρωτες στους ύπνους τους. Κανείς δεν είναι πιο Θεός από τους ανθρώπους, που φτάνουν στα ρουθούνια τους εξαίσιες μυρωδιές μαζί με το αλάτι της θάλασσας.
Ο μυστικός τόπος των βαράθρων και των φαραγγιών, που ακολουθεί το ξυλόφρακτο μονοπάτι προς το σπήλαιο.
Έρχομαι ικέτης στων θεών τα μέρη, με καθαρή μνήμη και γνώση, όσων κέκτημαι, ευλαβής καταπρόσωπο του ήλιου. Ακόμη μια μέρα κατεβάζει τα φώτα της, με τη δύση χρυσή στον ορίζοντα. Ένας μεθυστικός ήλιος πάει να μπει στη θάλασσα, γεμάτος λιάτικο κρασί, με μπρούσκο χρώμα, κατακόκκινος. Μπρούσκος ήλιος, σαν κρασί από λιάτικο σταφύλι.
Πότε ήταν που έφυγαν προς το Βορρά τα καράβια του Ιδομενέα, αναπλέοντας αυτή την κρασόχρωη θάλασσα, έχοντας στο μπάρκο του πολεμιστές και από τη Mi-la-ti-ja. Πέφτει η νύχτα με ένα τέμπο αργό και ένα τρόπο μυστηρίου. Το μεγάλο άστρο της μέρας αφήνει τον ουρανό στα άστρα της νύχτας. Ένα δέος. Ο επίκλητος των άστρων έχει το σχήμα του ουρανού, σαν από Lapis βαθύ μπλε, με ψήγματα χρυσού. Υ.Γ. Θέλω να ευχαριστήσω τον καλό φίλο Μιχάλη Παπαμιτσάκη για τη βοήθειά του σε αυτή την πρώτη εξερεύνηση της Μιλάτου. Η συμβολή του ήταν πολύτιμη. ΝΙΚΟΣ
ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ |