ΝΙΚΟΣ  ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

ΛΑΣΤΡΟΣ

Μνήμες Χρόνου Ακηράτου

Η μνήμη φαίνεται πως μοιάζει λίγο με τα πληγωμένα γόνατα των παιδιών, που απ’ τις πληγές τους τρέχει –λέει- το κουζουλό αίμα.

 

Foto: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ (1978)

Είναι φορές που θαρώ πως τζιριταίρνει ο χρόνος σαν το πουλάρι, από του Καραβά, μέχρι την Αγιά Τριάδα, κι όποιον πάρει ο χάρος.
Πουλάρι πράμα, πώς να το στέσεις;
Ετσι κι ο χρόνος, τρέχει αδέσποτος, σαν το πουλάρι. Οπως το αίμα στα γόνατα των παιδιών.
Κάθε φορά που κομματιάζαμε μικροί τα γόνατά μας, γιατί είμασταν πολύ ...ήσυχα παιδιά, όλο και κάποιος μεγάλος θα βρισκόταν να μας πει την ίδια, απαράλλακτη πάντοτε, κουβέντα, ότι έτσι φεύγει «το κουζουλό αίμα...».
Ομως, παρ’ όλες εκείνες τις παιδικές μας ...αιματοχυσίες, θαρώ πως η κουζουλάδα δεν έφυγε ποτέ. Μεγάλωσε κι αυτή μαζί με μας. Αυτός που κύλησε σαν το νερό, ήταν ο χρόνος. Χύθηκε, λες και ήταν τρύπιο το σταμνί.
Εν τούτοις, εκείνο το διαβολικό πουλάρι, φαίνεται πως δεν είναι μόνο του. Εχει κι ένα δίδυμο αδερφάκι, που τζιριταίρνει κι αυτό, κατα πως του κάνει κέφι κάθε φορά.
Πάει κι έρχεται κι αυτό, με τον ίδιο τρόπο και το ίδιο πείσμα, από του Καραβά μέχρι την Αγιά Τριάδα. Μνήμη το λένε.
Αρσενικός ο Χρόνος, θηλυκή η Μνήμη, άλλο δεν κάνουν παρά να γεννοβολούν συνέχεια, διαιωνίζοντας την κουζουλάδα τους.
Κι ύστερα, η μνήμη είναι ένα δοκίμιο ζωής, όπως παλιά, εκείνο το αξέχαστο τεφτέρι του Μιχελάκη με τα βερεσέδια. Σάλιωνε το μολυβάκι του κι έγραφε, με τον ίδιο τελετουργικό τρόπο πάντοτε.
Το ίδιο κι η ζωή, είναι γεμάτη βερεσέδια...

 

Foto: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ/ Λάστρος 1982, λεπτομέρεια από έναν ανθρωπόμορφο τοίχο, έτοιμο να σου μιλήσει...



Περνούν μπροστά μου σκηνές από μια ταινία του Φελλίνι. Το Amarcord. Ενα παιχνίδι ζωής, από κείνα που του άρεσε πάντα να σκαρώνει στις ταινίες του, αυτός ο αξέχαστος μάγος της Cinencita. Και Amarcord θα πει: Θυμάμαι...
Κομμάτια ζωής, αποσπάσματα, με τον ίδιο τρόπο που διηγείσαι ένα όνειρο...
Ενα μεσημέρι, πριν πολλά χρόνια στου Καραβά, περιμένοντας τον παγωτατζή απ’ τη Γεράπετρο.
Μια σφεντονιά στις γυάλινες παγίδες για το δάκο.
Μιά φέτα ψωμί, πασαλειμμένη με μελάσσα.
Μια παράτολμη καβαλούρα πίσω από το λεωφορείο της γραμμής, από την Καραπιδιά μέχρι το χωριό.
Κομμάτια χρόνου, σαν φωτογραφίες.
Λεπτομέρειες που μετεωρούν έκτοτε στο χρόνο.
Κομμάτια μιας τοιχογραφίας που χάθηκε ένα μεγάλο μέρος της κι έμειναν άθικτα αυτά μόνο τα ίχνη της, για να πάρουν το νόημα μιας πυξίδας, που οδηγεί τη ζωή στα λαβυρινθικά της μονοπάτια.

Μνήμη Πρώτη

(Με το χρώμα ενός μεσημεριού)

Καραβάς, καταμεσήμερο καλοκαιριού, κάτω από τη σκιά των ευκαλύπτων. Ενας δροσερός αέρας έρχεται συνήθως από την Τραπέζα κι αν δεν κάνω λάθος είναι Μαϊστρος.
Χωρίς αυτό τον αέρα, φουρνίζεις φωμί στο λιοπύρι. Και μόνο ένας τρελός ή ένα κοπέλι αψηφά τέτοιο καμίνι, με την αψάδα που έχει ο ήλιος.
Η θάλασσα στο Βορρά, είναι ένα μπλε τρίγωνο, που σκουραίνει πολύ τις ώρες του μεσημεριού κι έχει ένα χρώμα βαθύ του Ωκεανού, με κάμποσα άσπρα ξέφτια εδώ κι εκεί στην ύφανσή της.
Με τη θάλασσα ταξιδεύουνε μακριά τα μάτια. Αμολάνε φλόκο κι αλαργαίνουν...
Μόνο, που στην περίσταση αυτή, το μάτι ήταν καρφί στσοί Καλουγέρους, γιατί από κει ερχόταν τότε ο απο μηχανής θεός, καβάλα σ’ ένα τρίκυκλο που αγκομαχούσε...


   -      Θωρείς τονε ρε Νικολή;
   -      Πράμα δε φαίνεται κακομοίρη Στελιανέ.
   -      Κι ήντά ‘ναι που θωρεί ο Κουρούπης;


Λάστρος 2004. Foto: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Διακαής πόθος, αυτό το τρίκυκλο με το άσπρο κασόνι, που κάνει την εμφάνισή του Κυριακή, συνήθως, μεσημέρι, έτσι, δια πυρός, φορτωμένο με τη μόνη λιχουδιά που μας έπρεπε, πολυτέλεια τρομερή τότε, ένα χωνάκι παγωτό.

Κι άντε να βρεις μετά το πενηνταράκι ή το φράγκο. Αυτά ήταν τα …ποσά!
Δεν είμαι σίγουρος αν κρατάειακόμη η γεύση και η γλύκα αυτού του παγωτού, ύστερα από τόσα χρόνια. Θαρώ όμως, πως γλείφεται ακόμη ο Στελιανός!

Π υρομαχεί το μεσημέρι. Και δεν πάει να λέει η Πιπίνα πως γυρίζει εκείνος ο Μεσημεράς…

   -      Τα πιστεύεις εσύ ρε Μιχάλη;
   -      Τρέλλες…

Τα μεσημέρια, ωστόσο, έχουν κρύπτες μυστικές. Και τα τζιτζίκια βάζουνε φωτιά στον τόπο.

Foto: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

 

Θροΐζει ο ευκάλυπτος στου Καραβά. Ο ίσκιος των αείποτε δαιμονικών, που κάνουν ρεσάλτο στο κάμμα του καλοκαιριού, όπως οι κουρσάροι.
Η Αγία Μαρίνα είναι που κρατά το δαίμονα απ’ τα κέρατα.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ ο χρόνος δεν τα ‘βαλε με τα παιδιά, γιατί φοβάται…
Ούτε και τα παιδιά θαρώ πως είχανε ποτέ τη χρεία του. Οσο είσαι παιδί, ο χρόνος είναι μια ...ασύμβατη ιστορία, ένας καπνός που καβατζάρει τον ανηφορά και χάνεται.
Οσο για τη θάλασσα, στέκει ακόμη το τρίγωνό της στο Βορρά και μοιάζει ασάλευτη από την εποχή που τα καράβια της Κνωσού καταπλέανε στην Ψείρα ή το Μόχλος, με το κεφάλι του Ιερού Ταύρου στα πανιά τους και στο ιστίο τους τον Διπλό Πέλεκυ.
Ισως, ο χρόνος, στη μέσα κρύπτη του, να κρύβει κι αυτό το απώτατο νόημα του Λαβυρίνθου.
Ωστόσο, η μνήμη είναι σίγουρα η γεύση από κείνο το παγωτό, στο τρίκυκλο με το κασόνι...



Μνήμη Δεύτερη

(χρώμα από τα φύλλα της ελιάς)

Η ίδια πάντοτε παρέα. Κάτι περίπου σαν τους Τρεις Σωματοφύλακες, οπλισμένους με σφεντόνες.

   -      Μη σασε δει κακομοίρηδες ο Αγροφύλακας…

Σοβαρή προειδοποίση, αν όχι απειλή, που υποχρέωνε πάντοτε σε μια δεύτερη σκέψη. Η δεύτερη απειλή ήταν ο Δάσκαλος. Ενα δεμάτι βέργες είχε πάντοτε σε πρώτη ζήτηση αυτός ο άνθρωπος.

   -      Φοβάσαι Στελιανέ;
   -      Φαίνεται Μιχάλη;
   -      Ε, για να το λέω.
   -      Φοβούμαι ρε μιαολιά, μα…


Ωστόσο, ακολουθεί, παρά το φόβο του, και η παρέα μένει αδιαίρετη.
Με το φόβο είχαμε κάνει πολλές φορές τους λογαριασμούς μας, όμως, πάντα στην κρίσιμη στιγμή, όλο και κάποιος απ’ όλους μας ανακάλυπτε ένα τρόπο και τού ‘σπαγε τον τσαμπουκά αυτού του φόβου, όποιος κι αν ήταν.
Η μανία με τις σφεντόνες ήτανε πάνω από το φόβο. Και η σφεντόνα του Κουρούπη ήταν η καλύτερη. Πρίνο για πρίνο δεν είχαμε αφίσει, ψάχνοντας για «στύλους». Κι ύστερα έπρεπε να δεθεί καλά η διχάλα μ’ ένα σύρμα, για να ξεραθεί έτσι και να πάρει ένα καλό καλούπι.
Πιστεύω πως είμασταν εξαίρετοι σφεντονοποιοί. Μοιράζαμε τη δουλειά, κι ο καθένας είχε την ειδικότητά του.
Τα πετσάκια τα ‘βρισκε ο Στελιανός από το τσαγκαράδικο του ‘πιτρόπου, του Κατσούλη. Μεγάλο πράμα να βρεις ένα καλό αποσυγκουρίδι από κείνα τα πετσιά που μπάλωνε τα παπούτσια. Τις πιο πολλές φορές ήταν άχρηστα τα περισσότερα, και μόλις πήγαινες ν’ ανοίξεις την τρύπα για να περάσει το λάστιχο, τα ΄παιρνε ο διάολος...

Ο Κουρούπης είχε και το Know how, γι’ αυτό και οι Κάτω Πυρήνες ήταν εκ των πραγμάτων η έδρα του εργαστηρίου. Οσο και να φαίνεται παράξενο, με τις σφεντόνες τα πράγματα δεν ήτανε ποτέ απλά. Μια καλή σφεντόνα ήθελε και μαστοριά και φασαρία...
Πάνω απ’ όλα όμως, ήθελε και υπομονή.
Το πεδίο βολής ήταν συνήθως στη Λιχτάρα. Πολύ κοντά στο εργαστήριο. Εκεί δοκιμάζαμε τα καινούρια όπλα. Τα λάστιχα τα παίρναμε συνήθως απ’ το μπακάλικο του Μιχελάκη. Θησαυρός σκέτος αυτό το μπακάλικο. Η κρύπτη των θαυμάτων!
Μυρωδιές από μπαχαρικά, στραγάλια αφράτα, κρασί, σαρδέλες, φρύσες, κι ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Ενα πριγκιπάτο από ετερόκλητα μυρωδικά, που είχε καθένα τη σπιρτάδα του, κι όλα μαζί κάνανε έναν απροσδιόριστο αχταρμά από μυρωδιές.

Οι δακοπαγίδες πάλι, ήταν κάτι γυάλινες μπουκάλες με γυριστό και τρύπιο πάτο. Τις κρεμούσαν στις ελιές για να πάρουνε δείγματα του δάκου.
Ηταν όμως και καλό σημάδι στη σφεντόνα. Ο,τι πρέπει. Κι αν την πετύχαινες δεν μπορούσε να ...αμφισβητήσει κανείς ότι την πέτυχες.
   -      Ηντα λες, Στελιανέ, τη βρίσκω με την πρώτη;
   -      Οϊ, κακομοίρη, μη...


Ένα μπαφ ήταν όλο κι όλο και γέμισε γυαλιά ο τόπος. Από τη μια θρίαμβος κι από την άλλη περισυλλογή. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η σκέψη ακολουθεί το γεγονός και όχι το γεγονός τη σκέψη.

   -      Ερχομαι εγώ...

Ηταν η φωνή του Κοκόλη του Καραβίτη. Αγρια, τόσο που να κατουριέσαι απάνω σου. Από μικρός τον θυμάμαι να λέει πως είχε έτοιμα τα μουνουχόξυλα, και μ’ έπιανε πυρετός.
Εκείνο το βράδυ φάγαμε της χρονιάς μας...


Φωτός ακηράτου! Η μνήμη είναι ένα φως στα μάτια. Μια αστραπή. Κυλιέται στα σώχωρα και επιστρέφει όποτε γουστάρει.
Πριν από κάμποσο καιρό, μια γυναίκα απ’ το Μακρύγιαλο μου χάρισε μια σφεντόνα. Την πήρε ο γιος μου στα χέρια του και ξετρελλάθηκε...

   -      Εεεε, κοπέλι και αυτό...

Ετσι, αναγκάστηκα να του εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου μία προς μία, και το ευχαριστήθηκε μέχρι βάθους ψυχής.
Κάτι μου θύμιζε αυτό το πονηρό γέλιο του Ορέστη. Μια σκηνή δική μου σε replay.
Ο χρόνος παίζει παράξενα παιχνίδια, ακόμη και με μια σφεντόνα. Ερήμην. Σημαδεύει όπου θέλει αυτός, και ...πάφ!
Οπως ακριβώς γινόταν και με τις δακοπαγίδες, όταν τις έκανε χίλια κομμάτια η πέτρα απ’ τη σφεντόνα.
Πατάω enter...



Νάτη η σφεντόνα, κρεμασμένη στην οθόνη ενός PC, να εξορκίζει τη μνήμη μετά παρησίας, ακατακρίτως.
Επιασα τον εαυτό μου κάποια στιγμή να χαϊδεύει τρυφερά τη διχάλα της, να λογαριάζει αν έκανε καλό σημάδι, και τέντωσα τα λάστιχα κάμποσες φορές, δοκιμάζοντας την αντοχή τους...
Στις κρύπτες του χρόμου παραμονεύει πάντα ένα παιδί, που κρατά τη μνήμη από τα κέρατα, όπως κρατάει το διάβολο η Αγιά Μαρίνα.

Μνήμη Τρίτη

(στο χρώμα της σκουριάς)

Στην ιστορία με τη μελάσα, την ιδέα την είχε άλλος. Ο Μιχάλης του Δημήτρη, που ήταν κι αυτός ευρεσιτέχνης, με πολλά κατορθώματα.
Πότε έφτιαχνε μελάνι απ’ τ’ αγριελίδια, πότε σκάρωνε καραμέλες με ψημμένη ζάχαρη, κι ένα σωρό άλλα τέτοια, που τον έκαναν να φαντάζει στα μάτια μας, όπως ένας...μάγος.
Τα βαρέλια με τη μελάσσα ήταν ντανιασμένα στην Καραπιδιά. Πολύ πράμα. Εκεί ανακατώνανε τη μελάσσα με αρσενικό και ψεκάζανε για το δάκο.

   -      Ρε, δεν είναι δηλητήριο η μελάσσα. Το αρσενικό είναι που σκοτώνει. Σκέτη, είναι σαν τη μαρμελάδα...


Π ήραμε λοιπόν κάμποσες φέτες ψωμί, ξεταπώσαμε ένα βαρέλι μελάσσα και αλείψαμε στο ψωμί μπόλικο πράμα...
Θαυμάσια η δοκιμή, μόνο που ύστερα από κάμποση ώρα μας θέρισε σαν τα σκυλιά, που σούρνονται στα χώματα με τον κώλο.
Ο αλχημιστής αποφάνθηκε τότε ότι φταίει η σκουριά από τα βαρέλια, κι ότι δεν μας θέρισε η μελάσσα.

   -      Να ψακωθείτε θέλει κακομοίρηδες με τα πράματα που κάνετε.

Καλή σου ώρα, Ροδάνθη.


Κάτω γειτονιά. Foto: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ (1978)

Ετσι, μπορεί και να μοιάζει ο χρόνος με σκουριά. Μια ρημαγμένη αυλή, που είναι σπαρμένη με φωνές παιδιών κι απάνω στις φωνές φύτρωσαν χόρτα!
Εγώ είμαι, ο κρυφός των ανέμων, που φυσούν ανήμερα του οσίου Υπάρχοντος, κι ανάβουνε φωτιές στη θάλασσα.
Ο μικρός των ανθρώπων.
Ο γητευτής των ερώτων που αγρυπνούν τις νύχτες στα άστρα του Οφιούχου.


Πώς γίνεται έτσι, και στο Λαβύρινθο του χρόνου, ένας μικρός τόπος μπορεί να παίρνει τη διάσταση της οικουμένης. Για μας, τότε, τους Τρεις Σωματοφύλακες, η Λάστρος ήταν ο πλανήτης Γη. Η αρχή και το τέλος του κόσμου.
Με τον καιρό ύστερα, έρχεται το χρώμα της σκουριάς, που τρώει λίγο-λίγο το αιέν του κόσμου.
Οπως η σκουριά του χαλκού πάνω στα αγάλματα, που τους αλλάζει ρούχο, χωρίς ωστόσο να πειράζει ή να φθείρει στο ελάχιστο τη γοητεία τους.
Χοηφόρος, τώρα, σ’ εκείνη την αυλή με τα χόρτα, είναι σαν να ακούω τη φωνή της Ηλέκτρας.

 

ΚΗΡΥΞ ΜΕΓΙΣΤΕ ΤΩΝ ΑΝΩ ΤΕ ΚΑΙ ΚΑΤΩ
<ΑΡΗΞΟΝ> ΕΡΜΗ ΧΘΟΝΙΕ ΚΗΡΥΞΑΣ ΕΜΟΙ
ΤΟΥΣ ΓΗΣ ΕΝΕΡΘΕ ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΚΛΥΕΙΝ ΕΜΑΣ
ΕΥΧΑΣ ΠΑΤΡΩΪΩΝ ΑΙΜΑΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥΣ
ΚΑΙ ΓΑΙΑΝ ΑΥΤΗΝ Η ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΙΚΤΕΤΑΙ
ΘΡΕΨΑΣΑ Τ ΑΥΘΙΣ ΤΩΝΔΕ ΚΥΜΑ ΛΑΜΒΑΝΕΙ

ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Χοηφόροι (στίχοι 124-128).

 


 
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Το κείμενο αφιερώνεται στους τρεις, που είμαι σίγουρος ότι θα αναγνωρίσουν τους εαυτούς τους, και ίσως να θυμηθούν πιο πολλά από μένα.
 
ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ
Αθήνα, 1 Οκτωβρίου 2004



zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα