VII

 

...έτσι μπήκα κρυφά ένα μεσημέρι στη ‘νεκρή ζώνη’ της Λευκωσίας, μαζί μ’ ένα φίλο που ήξερε τα κατατόπια και περπατήσαμε για αρκετή ώρα, ξετρύπι-ξετρύπι σ’ ένα λαβύρινθο γεμάτο φαντάσματα από μια ζωή που κόπηκε βίαια...

Στάζει ιδρώτας στη ραχοκοκκαλιά κάθε φορά που ακούγεται ένας θόρυβος. Κρατάς την αναπνοή, μέχρι να διαπιστώσεις με ανακούφιση ότι είναι μια γάτα ή ένα ποντίκι που περιφέρονται στα χαλάσματα.

Εκτός από τα τσουβάλια με την άμμο εδώ κι εκεί στα πρόχειρα πολυβολεία, τα ίχνη της ζωής επιμένουν σε κάποια απομεινάρια των ανθρώπων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους άρον-άρον. Στις κουζίνες αυτών των σπιτιών όλο και κάποιο ξεχασμένο σκεύος ή ένα ρούχο αλλού, ένα αντικείμενο, προκαλεί τη μνήμη να επιστρέψει σ’ εκείνο το φοβερό καλοκαίρι της εισβολής.

Και τα μάτια που καραδοκούν πίσω απ΄τις τρύπες, γεμάτα φόβο θαρώ, όποια κι αν είναι...

Σκοπιές, ήχοι από βήματα, που δεν βλέπεις σχεδόν ποτέ ποιός περπατά με τον ίδιο τρόπο που περπατάς κι εσύ. Κομμάτια από σιωπές και να προσέχεις πού πατάς...

Προσπαθώ να δω απ΄το ¨βιζέρ¨ της φωτογραφικής μηχανής απέναντι, με τη βοήθεια μικρών τηλεφακών. Χιλιάδες τρύπες βλέπουν τους απο ‘κει, όπως φαντάζομαι συμβαίνει το ίδιο κι από την άλλη. Ακροβασίες.

Το μόνο που μπορώ να δώ είναι πως φαίνεται λες και σταμάτησε εκεί απέναντι η ζωή στο 1974. Σπίτια που προδίδει η όψη τους μιαν άλλη ζωή που είχαν κάποτε και τώρα, αν και κατοικούνται, είναι παραδομένα στη φθορά, που τρώει τους σοβάδες και τα πορτοπαράθυρά τους. Γερνούν κι αυτά με την εισβολή, λες κι από τότε άρχισε να μετράει πάνω τους ένας άλλος χρόνος.

Ο φίλος μου δεν παύει στιγμή να μου μιλάει για το πώς ήταν κάποτε αυτά τα σπίτια και οι νυκοκυραίοι τους, η ζωή σ’ αυτό το ¨νεκρό¨ τόπο της σιωπής...

Κάπου-κάπου υπάρχουν γραμμένα ονόματα στους τοίχους και ημερομηνίες. Φαντάροι, καθώς φαίνεται, που μετράνε τις μέρες για την απόλυσή τους. Κι αλλού πάλι, γυναικεία ονόματα, πότε μ’ ένα γλυκόλογο και πότε με μια βρωμοκουβέντα.

Οπως και να ‘χει, η Κύπριδα είναι εδώ. Κρυφοκοιτάει κι αυτή απ΄τις τρύπες κι ονειρεύεται...

 

 

 

Τύχη Αγαθή

 

 

Θεά του λύχνου

που αγρυπνάς

και καίει.

 

 

Αυτοί πιστεύουν πως ονειρεύομαι τη ζωή μου στους ύπνους των Κιμερίων, γιατί μήτε γνωρίζουν, ούτε θα μάθουν...

Οποιος ξέρει, ξέρει!

Τί λες κι εσύ καλέ μου Πυλάδη;

Μακραίνω τα μαλλιά μου να ξεγελάσω τον καιρό, πριν επιστρέψω. Τύχη αγαθή...

 

Μια κούπα κρασί είναι και μια λήκυθος!

 

Ο Τειρεσίας διαβάζει των σφαχτών τα σπλάχνα. Τρέχει ο Ιερός Ταύρος με το σημάδι του Θεού. Σκίνα και μυρτιές. Κυλιούνται έρωτες μέσα στα χόρτα. Ο γρύλος μού μετράει τις νύχτες.

Δεν έχω εχθρούς, αν του σπιτιού μου στέκει απείραχτος ο στύλος και της Εστίας ο βωμός!

 

Χοηφόρος στέκω!

 

Μετρώ σωστά τον καιρό των κουρσάρων

και επιστρέφω.

 

Κύπρος / Αγια Νάπα, 8 Φεβρουαρίου 1997

 

 

 

Αρπυϊαι

 

Γρηγορούν οι αδηφάγες φτερωτές Θεές που καταδιώκουν αυτούς που ασεβούν στις Εστίες΄ φοινικόχειρες...

Με το μέρος μου είναι η ¨ΚΤΙΣΙΣ¨ στο ψηφειδωτό της οικίας του Ευστολίου, στο Κούριο.

Το ίδιο και ο Ορφέας με τα θηρία στα ψηφειδωτά από το σπίτι του Θησέα στην Πάφο.

 

Με τα ονόματα αγρυπνώ

στην Ακανθού, στα Κνώδαρα, στο Κώμα του Γιαλού

στο Δίκωμον

 

Χνάρια παλιά ακολουθώντας αιώνες, και σημάδια αμέτρητα, που μου δείχνουν το δρόμο με ακρίβεια. Αγρυπνούν μαζί μου οι καιροί, καθώς ταξιδεύει το μεγάλο άστρο.

 

Με τα ονόματα ψάχνω

στην Κυθραία, στον Πωμό, στην Αμαθούντα

στο Πραστειόν

 

Εχει το φως όρκους απόκρυφους για τους ανθρώπους, τις μεγάλες ώρες του μεσημεριού, που δεν έχουν κρύπτες. Μυστικό κρατούν το μπόϊ μου οι σκιές στους καλαμιώνες...

 

Με τα ονόματα πορεύομαι

στην Εγκωμη, στο Τρίκωμον, στα Γέναγρα

στο Παλαίκυθρον

 

Οι λέξεις έχουν τον ήχο από τα πατήματα αυτών που πέρασαν από ‘δω πριν από μένα. Οσμίζομαι το πέρασμά τους. Αιμα απ’ το αίμα μου. Κι έχω τη σιγουριά ότι αναπνέω...

 

Με τα ονόματα ιχνηλατώ

στο Ομοδος, στου Ευρύχου, στο Ιδάλιον

στ’ Αθηαίνου και στην Αχερίτου!

 

Η Λήδα παίζει με τον κύκνο της στα μωσαϊκά της Πάφος, όπως και ο Απόλλωνας με τη Δάφνη στο σπίτι του Διόνυσου. Μυστικά περάσματα είναι όσα βλέπεις...

 

Γνωρίζουν οι Αρπυϊες

 

Το αίνιγμα είναι με τα εγχάρακτα βότσαλα στα κυκλόκτιστα σπίτια της Χοιροκοιτίας. Τα βότσαλα είναι των θεών και των ανθρώπων. Ιερά. Πέει ο ποταμός να βρει τη θάλασσα. Το σώμα είναι που ρέει στα νεολιθικά του περιγράμματα...

 

Στα κατώφλια των σπιτιών

στους πρώϊμους χερόμυλους

στα πέτρινα εργαλεία που ελάξεψα

 

Τα όνειρα έχουν μιαν αλαφράδα στο περίγραμμά τους. Μια άκρα θάλασσας ή μια άκρα ουρανού. Και πότε-πότε θαρώ πως οι θεοί κοιτάζουν απ’ το πανωπόρτι. Κι αν πάλι ζαρώνει πολύ το μάτι για να δει, η ίδια εικόνα επιστρέφει με το αληθινό της πρόσωπο μέσα από το χρώμα της σκουριάς...

 

Προϊστορική Χοιροκοιτία

 

Στο δεξί πλευρό τους κοιμούνται οι νεκροί μέσα σε κείνα τα πρωτόσπιτά μου κι ονειρεύονται. Οπως αυτός στο Κτίσμα XIX με όψη Αοίδαο ή πώς αλλοιώς να έχω το σέβας των εγκάτων...

Πυγμαχούν ακόμη ο ΜΑΡΓΑΡΕΙΤΗΣ και ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ στα δάπεδα του Ευστολίου. Και μια ψηφειδωτή επιγραφή μού γνέφει:

‘ ΕΙΣΑΓΕ ΕΠ ΑΓΑΘΩ ΕΥΤΥΧΩΣ ΤΩ ΟΙΚΩ ’

Τί άλλο;

 

Ο εγχώριος Θεός Περσεύτας!

 

Κουρσάρος καιρός ταξιδεύει τη μνήμη σε κουρσάρων σκαριά. Σε αναμμένα κάρβουνα κάθονται οι Ωρες, θεές –λένε- μικρές από φασκιά. Υπνο λαγού έχουν οι νύχτες...

 

Εδώ είναι!

 

Τα ειδώλια των Ιππων΄ και αυτά των μικρών Ταύρων΄ από χρυσό και από ασήμι.

Αυτά τα ταυρόσχημα ειδώλια στους ιερούς αποθέτες του Υλάτη έχουν τα κέρατά τους μπροστά΄ να ορμήξουν.

Ξύλα από παλιούς σκαρμούς ταξιδεύουν ακίνητα στο βυθό της θάλασσας, με το φορτίο τους όλο...

 

Κατοικώ ακόμη στο Κούριον

στην Αμαθούντα

στη Χοιροκοιτία

 

Ομνύω έτσι – ο όψιμος των πρωϊμων – στο δακτυλικό μου αποτύπωμα, για να μην έχει τόπο η τύψη να ξεφύγει. Μήτε και ο ήλιος άλλο δρόμο...

 

Με τη θάλασσα έρχονται και φεύγουν

με τη θάλασσα επιστρέφουν

με τη θάλασσα πάνε οι πολιτισμοί.



zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα