ΝΙΚΟΣ  ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

 

ΕΝΑΣ

ΚΟΥΡΟΣ

ΑΓΡΥΠΝΑ

ΣΤΑ ΝΤΑΜΑΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ

Και τρεις σημειώσεις απ’ το καλοκαίρι

 

 

ΕΙΜΙ Δ’ ΕΓΩ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΡΙΒΡΟΜΟΣ ΟΝ ΤΕΚΕ ΜΗΤΗΡ

ΚΑΔΜΗΪΣ ΣΕΜΕΛΗ ΔΙΟΣ ΕΝ ΦΙΛΟΤΗΤΙ ΜΙΓΕΙΣΑ

Ομηρικός Υμνος στον Διόνυσο, στίχοι 56-57

 

Εγώ είμαι, ο βροντερός ο Διόνυσος, που τον γέννησε μάνα

απ’ τη φύτρα του Κάδμου, σαν έσμιξε με τον Δία ερωτικά

 

Σ’ ένα νταμάρι, στη Νάξο, ένας τεράστιος αρχαϊκός Κούρος, προσπαθεί να αφηγηθεί μια ιστορία, από τον 6ο π.Χ. αιώνα, χωρίς ποτέ να λέει όλη την αλήθεια.

Λέει, ωστόσο, με τον τρόπο του, πολλά, ξαπλωμένος ανάσκελα στον ήλιο.

 

 

Πρώτα απ’ όλα, μιλάει για τους τεχνίτες της Νάξου. Τους λιθοξόους, που τολμούσαν τέτοιου είδους γιγάντια γλυπτά. Αυτός ο μισοτελειωμένος Κούρος έχει ύψος 10,50 μέτρα! Από τα μεγαλύτερα, αγάλματα στον Ελλαδικό χώρο, αν όχι το πιο μεγάλο.

Συγκρίσιμα μεγέθη μπορούμε να βρούμε μόνο στη Φαραωνική Αίγυπτο, όπου ανθεί από πολλούς αιώνες πριν ένας εκτυφλωτικός πολιτισμός, γνωστός στον Αιγαιακό χώρο, για να έχουμε έτσι ένα μέτρο σύγκρισης.

Είναι γνωστό και διαπιστωμένο ανασκαφικά, ότι από το 2000 π.Χ. υπάρχουν εμπορικές σχέσεις, επιρροές και ανταλλαγές τεχνουργημάτων ανάμεσα στην Ανακτορική Κρήτη (Κεφτιού), τα νησιά του Αιγαίου και τη Φαραωνική Αίγυπτο.

Στην Κνωσό, για παράδειγμα έχει βρεθεί ένας μαρμάρινος αμφορέας του 15ου π.Χ. αιώνα με εγχάρακτο πάνω του το ονοματόσημο του Φαραώ Τούθμωση III. Σε μια άλλη, σχετικά πρόσφατη ανασκαφή στο Δέλτα του Νείλου, βρέθηκε μια παράσταση ΤΑΥΡΟΚΑΘΑΨΙΩΝ, πανομοιότυπη με εκείνη του ανακτόρου της Κνωσού. Οι αρχαιολόγοι συμπεραίνουν ότι οι τεχνίτες αυτής της τοιχογραφίας έφτασαν στην Αίγυπτο από την Κνωσό.

 

 

Το υπερφυσικό μέγεθος του Κούρου στη Νάξο, υποχρεώνει στην αναζήτηση προτύπων, μια και δεν υπάρχει παράλληλό του, στον ελληνικό χώρο. Είναι μια υπόθεση εργασίας.

Είναι κι άλλα ακόμη στοιχεία, παρατηρώντας αυτό τον Κούρο της Νάξου, που σε διαθέτουν να μπεις σ’ ένα πειρασμό συγκρίσεών του με κολοσιαία Φαραωνικά αγάλματα, όπως αυτά του Ραμσή Β΄ ή του Τούθμωση, μπροστά από τους μεγάλους Πυλώνες του Ναού του Καρνάκ, στο Λούξορ.

Είναι όλα τους υπερμεγέθη, με άκαμπτο, αυστηρό ύφος και κοιτάζουν μπροστά.

Ενας τεράστιος Διόνυσος, όπως μαρτυρούν τα χαρακτηριστικά του, όσα τουλάχιστον διαφαίνονται, μια και το άγαλμα αυτό βρίσκεται σ’ ένα πρώϊμο στάδιο της λάξευσής του, ίσα που να σχηματοποιείται η φόρμα του με ευκρίνεια.

Το κεφάλι, περισσότερο, είναι αυτό, που παραπέμπει στον γενειοφόρο Διόνυσο. Αλλωστε, η Νάξος είναι ο τόπος του, μυθογραφημένος εξ αιτίας του γάμου του με την Αριάδνη σ’ αυτό εδώ το νησί.

Ο Ναός του στα Υρια, πιστοποιεί, άλλωστε τη λατρεία του Ερίβρομου Θεού στη Νάξο από τους αρχαϊκούς χρόνους, με πολλές υποψίες ότι ο Ναός αυτός κάθεται πάνω σε προϊστορική θέση μιας υπαίθριας –πιθανόν- λατρείας, που αποδίδεται και αυτή στον Διόνυσο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Α΄

Καιρός είναι. Μ’ ένα φως ερώτων αγρυπνούν τα μάρμαρα κι αναπνέει ο τόπος, με τη γλύκα που έχουν των σταφυλιών οι ρόγες, και τα βυζιά των κοριτσιών.

Του Διόνυσου χορός! Και ξέρει από γυρίσματα τις νύχτες του μεγάλου φεγγαριού, που τρώει τ’ άστρα.

Του θεού που λιγώνει, μ’ ένα φως-φωτιά κι επιστρέφει μέσα από μονοπάτια απάτητα, απόκρυφος στα μυστικά των ανθρώπων και στα άδυτα.

Μιλάς σιγά και καίει η νύχτα. Με τις αναπνοές και τα κρυφά ακούσματα, που δεν έχουν συλλαβές, και οι φθόγγοι τους καλούν την Κύπριδα, όπως φιλάει η θάλασσα την άμμο.

Θεός, θεού!

«ΕΙΜΙ Δ’ ΕΓΩ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΡΙΒΡΟΜΟΣ»

 

Αυτός ο μεγάλος Κούρος, στο νταμάρι της Νάξου, παραπέμπει ακόμη στο Μεγάλο Κούρο της Κρήτης, τον Κρητικό Διόνυσο, η τον Κρηταγενή Δία, που διασώζεται ένας ύμνος προς τιμήν του, στο ιερό που ανασκάφτηκε στο Παλαίκαστρο της Ανατολικής Κρήτης.

 

«Ιώ,

Μέγιστε Κούρε, χαίρε μοι

 

«Ιώ,

Σε χαιρετώ, μεγάλε Κούρε»

 

Τις αφορμές για την καταφυγή στους Κρητικούς Δαίμονες, τους ακόλουθους αυτού του Μέγιστου Κούρου, τους Κουρήτες, μας τις δίνει με τον τρόπο της η ίδια η Νάξος.

 

 

Ποια σχέση άραγε μπορεί να έχει η ονομασία του ψηλότερου βουνού της, του Ζα, με τον Κρηταγενή Δία και τον Κρητικό Διόνυσο-Ζαγρέα. (Ζεύς – Ζας)!

Αν, παρ’ ελπίδα, χρειάζεται μια δεύτερη, επικουρική εξήγηση, δεν μπορεί να είναι άλλη από τον ίδιο το μύθο, που κάνει λόγο για το ερωτικό σμίξιμο του θεού με την Αριάδνη, στη Νάξο. Την Αριάδνη-Κόρη του Κρητικού Λαβυρίνθου (του Ιερού του Λάβρυος), δηλαδή, του Ιερού των Διπλών Πελέκεων.

Το συνηθίζει άλλωστε, αυτός ο απόκρυφος Θεός να κρύβεται πίσω από μυστικά ονόματα και διαδρομές.

Αυτά τα μυστικά είχα κατά νου, όταν τον Ιούλιο που μας πέρασε βρέθηκα πάλι στη Νάξο, και τη νύχτα με την πανσέληνο του Θερινού Ηλιοστασίου, θέλησα να δω την ανατολή αυτού του φεγγαριού από το βωμό του Ναού του Διόνυσου στα Υρια. Μέσα μου είχα μια αμυδρή υποψία για τη λατρεία της φεγγαροθεάς στην Ανακτορική Κνωσό, με όσα μπορεί να σημαίνουν τα ονόματα Πασιφάη και Αριάδνη.

Ετσι είδα το στρογγυλό φεγγάρι να ανατέλλει από τη μεριά του Ζα, μέσα από ένα κοίλο, που θυμίζει τα Διπλά Κέρατα καθοσιώσεως. Κείνη την ώρα ένιωσα βαθιά μέσα μου, όσο ελάχιστες φορές, την ανάγκη του λατρευτή ή του σεβίζοντα στο πνεύμα αυτού του αρχαίου θεού, που παραμένει ζωντανός στα σωθικά των ανθρώπων.

Το προϊστορικό ίχνος του φεγγαριού, μου φανέρωνε έτσι, πολύ περισσότερα απ’ όσα περίμενα να δώ. Μπροστά μου είχα ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι, ανάμεσα στα κέρατα του Ιερού Ταύρου.

Το ωραιότερο φεγγάρι που έχω δει ποτέ, έχοντας την απόλυτη αίσθησή του, με τον τρόπο της λατρείας του Λαβυρίνθου.

Την επόμενη μέρα, ξαναπήγα στον ίδιο Ναό του Διόνυσου στα Υρια, και έψαχνα μάταια να βρω αυτή τη διχάλα του βουνού, απ’ όπου είδα την προηγούμενη νύχτα να ανατέλλει το φεγγάρι, κι αυτό, γιατί εκείνη η διχάλα σχηματίζεται μόνο τη νύχτα, από δυο διαφορετικά βουνά, που δεν βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Μόνο στο μαύρο φόντο της νύχτας δίνουν αυτή την εντύπωση των Διπλών Κεράτων!

Να φταίει τάχα το επίθετο του θεού γι’ αυτή τη νυχτερινή οφθαλμαπάτη; Αυτός μόνο, ο Νυκτέλιος θεός γνωρίζει καλύτερα από κάθε άλλον, τα κατατόπια της νύχτας και τα παιχνίδια με το στρογγυλό φεγγάρι...

Είναι έτσι, πιστεύω, πολλές οι υποψίες, ότι η λατρεία αυτού του θεού στη Νάξο, έρχεται από την Ανακτορική Κρήτη.

 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Β΄

Και τις νύχτες, πάλι, έρχεσαι με το κρυφό σου όνομα, από τότε, Νυκτέλιος, δίχως να έχει αλλάξει το παραμικρό στα μέτρα των ανθρώπων, που εύχονται με του κρασιού την κούπα ξέχειλη, για ό,τι ποθεί στα πάθη το κορμί από ένστικτο, και χάνεται στον ουρανό.

Σε φασκιά φωτιάς γεννιέται ο πόθος, και δεν αλλάζει το όνομά του στους αιώνες, δοσμένος σε μυρτιάς κλαδιά και φύλλα, ρόγες σταφυλιών, κισσού κλωνάρια, και μυριστικά της θάλασσας, γεμάτα αλάτι.

Τρέμει το σώμα σου!

Ο αρχαίος μύθος έρχεται και φεύγει, όπως τα άστρα που πέφτουν και γράφουν τροχειές στο μαύρο.

Μια λάμψη κατεβαίνει στη ραχοκοκκαλιά, σαν πυρετός και ρίγος μέγα της αβύσσου. Ο,τι έχω από το προϊστορικό μου όνομα. Το νείκος και το αιέν.

«ΕΙΜΙ Δ’ ΕΓΩ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΡΙΒΡΟΜΟΣ»

 

Το ίδιο το νταμάρι στον Απόλλωνα, εκεί που βρίσκεται δηλαδή και σήμερα αυτός ο τεράστιος Κούρος, χωρίς να αλλάξει ούτε πλευρό από το αρχαϊκό του λάξεμα, δίνει, φαντάζομαι πολλές εξηγήσεις για τη μοναδική τέχνη των μαστόρων του.

Ενα παρόμοιο νταμάρι, στο σημερινό Ασσουάν της Ανω Αιγύπτου (την Συήνη των αρχαίων), μας δίνει επίσης σήμερα, παράλληλες εξηγήσεις για το λάξεμα ενός Οβελίσκου, που κοίτεται κι αυτός μισοτελειωμένος, για τον ίδιο ακριβώς λόγο, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ και αυτός ο Κούρος στη Νάξο.

Και τα δυο έργα, στη διάρκεια της λάξευσής τους παρουσίασαν ρωγματώσεις τέτοιες, που καθιστούσαν αδύνατη την ολοκλήρωσή τους και αυτός είναι ο λόγος, που οι τεχνίτες τα εγκατέλειψαν εκεί στα νταμάρια τους, απ’ όπου και απόκοψαν με την ίδια ακριβώς τεχνική την πρώτη ύλη, για την κατασκευή τους.

Μόνο το υλικό διαφέρει. Ο Οβελίσκος στο Ασσουάν είναι από γρανίτη, ενώ ο Κούρος της Νάξου είναι από μάρμαρο.

Οι τρεις πλευρές του Κούρου έχουν αποκοπεί από το νταμάρι και μόνο η ραχιαία του πλευρά παραμένει ακόμη στη ριζιμιά πέτρα, φυτρωμένος έτσι, θαρείς από τη γη, αυτός ο «Κυρίαρχος στην κάθε φύτρα» (Παγκρατές γάνους), φύτρα της γης ο ίδιος, και θεός.

Μια διπλανή ελιά, εκεί κοντά στα πόδια του, με παραπέμπει στο «έρνος» και τον οργιαστικό, βλαστικό χορό του Ιερού Γάμου, που τέλεσε ο Διόνυσος στη Νάξο με την Αριάδνη.

«τοίσι δε μύθων»!

Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων.

«ΕΙΜΙ Δ’ ΕΓΩ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΡΙΒΡΟΜΟΣ»

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ Γ΄

Παρέα με την Αριάδνη τρέχει ο χρόνος. Ο,τι υπάρχει, είναι μιας φωτιάς σημάδι στο κορμί σου. Ο φλόκος, που τον φυσάει γλυκά ο Γραίγος.

Ενα άγαλμα είναι που εράται μέσα στα σκίνα και τα ξερόχορτα ενός Ιουλίου, που ταξιδεύει μ’ ένα χρώμα φάλτσο.

Ακούω στ’ αυτιά μου τη φωνή του Ramazzotti: Un altra te...

Μια Αριάδνη, μπορεί, σε μιαν ακρογιαλιά της Νάξου.

 

Un’ altra te

(Μια άλλη, όπως εσύ)

dove la trovo io

(πού θα την ξαναβρώ)

un’ altra che

(μια άλλη, που)

sorprenda me

(να με ξαφνιάζει)

 

Ξέρει ο καλός θεός τα μυστικά κατατόπια των ανθρώπων και σαλεύουν τα πυκνά του γένια απ’ τα χαμόγελα. Ξέρει. Και μήτε λάθος κάνει, μήτε ακροβατεί. Μονάχα ακούει τα «ευοί» των κοριτσιών, που κρύβει η νύχτα στην ποδιά της...

 

ΕΙΜΙ Δ’ ΕΓΩ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΕΡΙΒΡΟΜΟΣ ΟΝ ΤΕΚΕ ΜΗΤΗΡ

ΚΑΔΜΗΪΣ ΣΕΜΕΛΗ ΔΙΟΣ ΕΝ ΦΙΛΟΤΗΤΙ ΜΙΓΕΙΣΑ

Ομηρικός Υμνος στον Διόνυσο, στίχοι 56-57

 

Εγώ είμαι, ο βροντερός ο Διόνυσος, που τον γέννησε μάνα

απ’ τη φύτρα του Κάδμου, σαν έσμιξε με τον Δία ερωτικά

 

Ακου! Ενας αέρας έρχεται και φεύγει. Φυσάει μια μουσική μέσα απ’ τα δόντια του, και τρέχει...

Un’ altra te

(Μια άλλη, όπως εσύ)

Μια άλλη, όπως εσύ, μια Αριάδνη!

Τις νύχτες, λάμπει το στεφάνι της στον ουρανό, με τ’ όνομα «Βόρειος Στέφανος», σημάδι ερωτικό, για κείνους που κρεμούν στον ουρανό φιλιά και όρκους, τους μήνες του καλοκαιριού...

 

Μια άλλη υπόθεση, που τυρανά τη σκέψη, όποιου αναμετρηθεί με δέος στο μπόϊ αυτού του Κούρου, είναι, πού θα το έστηναν αυτό το τεράστιο άγαλμα.

Το μέγεθός του και μόνο, προϋποθέτει έναν ανάλογο Ναό, τουλάχιστον σε διαστάσεις.

Θα αναφέρω μόνο ότι την ίδια ακριβώς εποχή, που λαξεύεται αυτός ο Κούρος στο νταμάρι του Απόλλωνα στη Νάξο, τον 6ο δηλαδή αιώνα π.Χ., ένας μεγάλος Ναός θεμελιώνεται στη σημερινή θέση Παλάτια, σ’ ένα νησάκι, κοντά στο τωρινό λιμάνι.

Είναι η διάσημη Πορτάρα της Νάξου, όπως είναι γνωστή, γιατί αυτή κυριαρχεί σ’ ότι απόμεινε από τον Ναό που άρχισε να οικοδομεί τον 6ο π.Χ, αιώνα, ο τύραννος της Νάξου, Λίγδαμης, προς τιμήν του Διόνυσου.

Αυτός ο Ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, όπως άλλωστε και ο Κούρος στο αρχαϊκό νταμάρι...

Είναι μια σκέψη μόνο, όπως ο αέρας του καλοκαιριού, που σφυρίζει αρχαίες μουσικές μέσα απ’ τις τρύπες που αφίνουνε τα μάρμαρα, για να μη νιώθουν μοναξιά οι μύθοι και τα ανάγλυφά τους.

 

* Ευχαριστώ τον φίλο μου, αρχαιοφύλακα του αρχαιολογικού χώρου των Υρίων, Μηνά Κουφόπουλο, για τη βοήθεια που μου πρόσφερε.

 

 



zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα