ΝΙΚΟΣ  ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

«Φρούτα»

Πορφύρα

Και

Juventus

«Ην δ’ ως παραπλήγ’ άνθρωπον εισελθών τύχω,

πόρναισι και κύβοισι παραβεβλημένος

γυμνός θύραζ’ εξέπεσον εν ακαρεί χρόνου».

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ / ΠΛΟΥΤΟΣ/ στίχοι: 242-244

 

«Κι αν πάλι, τύχει να μπω στο σπίτι κάποιου παλαβιάρη,

που παίζει ζάρια, τριγυρισμένος από πουτανίτσες,

γυμνός όξω απ΄την πόρτα θα βρεθώ σε λίγο».

(Μετάφραση:ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ)

 

 

Βάσανά σου ό,τι και να κάμεις, όπως καλή του ώρα αυτός ο Πλούτος, που είναι τυφλός, λερός και ...ξεπεσμένος, ξωπίσω απ’ τον Χρεμύλο και τον δούλο του.

-         Τρώς φρουτάκια, θείο;

Κόκκαλο ο Πλούτος!

Είναι κομμάτι μακρυνή η απόσταση από τους «κύβους» στα «φρουτάκια», μα το μπαρμπούτι, όπως κι αν το δεις δεν παραλάσσει, όπως και οι μέρες των κατεργαραίων...

 

-         Αχ! Νάτανε τίποτε σταφυλάκια ξερικά του Αυγούστου! Δεν θα έλεγα «όχι», Μα το Δία! Στριφογυρίζει η γλώσσα μου στο στόμα, σαν όντας η Σωκράταινα πανίζει το φουρνάκι της με τα κουρέλια, όταν το καίει, μη και αρπάξει η κόρα του ψωμιού, πέρα απ’ το πρέπον...

-         Αχ, Θείο! Σ’ αρέσουν. Σου τρέχουνε έρημε τα σάλια, λες και βλέπεις τα κρουστά βυζάκια της Πραξάνδρας, κάθε φορά που της μυρίζει οβολός στην τσέπη σου!

-         Να μου χαθείς και σε είχα για «καταλληλότερο», μη λέμε ονόματα ...

-         Κάτσε θείο και θα δεις. Αρχίζουνε τα θαύματα!

 

 

Κι εδώ, η μουσική είναι από τύμπανα. Εισβάλλουν στη χώρα λογής τυμπανιστές, εκσυγχρονιστές, ιντερνετιστές, δικτυωμένοι και αδιχτύωτοι, αδιάφθοροι, υπερ-αδιάφθοροι, ελεγκτές, μπανιστηρτζήδες, μαστόροι, «φρουτέμποροι», υπουργοί, μαλαγάνες και πλιατσικολόγοι.

Το θέαμα είναι συναρπαστικό!

 

-         Ουστ, ρε κοπρίτη...

 

Εδώ πέφτει «αυλαία», για την πρώτη πράξη.

Δράμα, ή κωμωδία, θα φανεί στο τέλος. Προς το παρόν, οι θεατές χειροκροτούν ενθουσιασμένοι τον Χρεμύλο, έτσι για να περνά η ώρα.

Η παράσταση θα αρχίσει σε λίγο...

Ωστόσο, πριν πάμε στην παράσταση, θα ήθελα να διηγηθώ μια ιστορία, που μοιάζει κάπως προσωπική, αλλά δεν είναι. Αληθινή πάντως, πέρα ώς πέρα.

Μέχρι πρότινος είχα ένα φίλο αρχαιολόγο, που ανάλωσε τη ζωή του όλη στην επιστήμη και στις ανασκαφές του. Και λέω «μέχρι πρότινος», γιατί πριν από λίγες μέρες ένας άλλος φίλος με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε: ο Νίκος πέθανε.

Ετσι, κοφτά. Οπως χτυπάει ο θάνατος τη βέργα του. Σαν τη βουτιά στη θάλασσα, που σε πιάνει το κρύο νερό απ’ το λαιμό και κόβεται η αναπνοή σου.

Υστερα, κάνεις replay και προσπαθείς να δεις το έργο απ’ την αρχή. Σκηνές από μια ζωή, που μοιάζει όνειρο μ’ ανοιχτά μάτια.

Οταν ο Νίκος, νεαρός αρχαιολόγος τότε, συνόδευε τον Ζακ Κουστώ για τις έρευνές του εκεί στο νησάκι νότια της Κρήτης, στη Λευκή, εντοπίζοντας αρχαία ίχνη και πολιτισμούς.

Κι ύστερα, πήρε αυτός το μίτο της Αριάδνης, για κείνο τον κρυφό, ωραίο Λαβύρινθο του ήλιου. Σκάβοντας εκεί τα καλοκαίρια, έφερε στο φως μια ολόκληρη ρωμαϊκή πόλη. Κομμάτι-κομμάτι, πέτρα-πέτρα.

Τον βλέπω μπροστά μου να λέει εκείνη τη φράση που έλεγε πάντα για την πόλη που έσκαψε και να καμαρώνει, με το μάτι του καρφωμένο μακριά: «η Δήλος του Λιβυκού»! Ετσι την έλεγε.

Τελευταία φορά που προσπαθούσα να του πάρω μια συνέντευξη, ήταν το περασμένο καλοκαίρι. Ηξερα για την αρρώστεια του. Και ήξερα ακόμη ότι εκείνος δεν την ήξερε ακριβώς. Ετσι, έκανε όνειρα για τη ρωμαϊκή του πόλη. Εγώ τη φωτογράφησα δυο μέρες πριν. Βλέπαμε μαζί τις φωτογραφίες.

Καμιά φορά τυχαίνει να είναι δύσκολο και το replay και το play back. Ακόμη και οι φωτογραφίες είναι δύσκολες...

Σαν να γυρεύεις ψύλλους στ’ άχυρα.

Μιλούσαμε για τους Μινωϊτες και τους Ρωμαίους. Μου εξηγούσε τις τεχνικές που χρησιμοποιούσαν για να πάρουν την πολύτιμη πορφύρα απ’ τα κοχύλια.

Συνήθως, τα κοχύλια είναι δώρα των θεών στους ιερούς αποθέτες.

Και η πορφύρα είναι συνήθως το αλλαζονικό χρώμα της ισχύος. Ο μανδύας της εξουσίας. Το «όλλυμι» των συνήθως υπερφύαλων.

Οι άλλοι «θνητοί», (εμείς καλή ώρα), τυχαίνει ευτυχώς να αστειεύονται κάπου-κάπου, όπως και ο Αριστοφάνης, με τον «Πλούτο» του.

Ο αρχαιολόγος Νίκος Παπαδάκης έφυγε αθόρυβα, αν και πολύ νέος, αφού ξόδεψε τη ζωή του σ’ εκείνη τη σπουδαία και μοναδική ανασκαφή.

Αν πέθαινε μια αοιδός κιτσο-μπαρόκ, τα «κανάλια» θα  αφιέρωναν ώρες ολόκληρες στη μνήμη της.

Το ίδιο το κράτος, φαντάζομαι πως δεν έχει πολυκαταλάβει, ούτε το ίδιο τί ακριβώς είναι αυτή η ανασκαφή στη  Λευκή. Την έχει αφήσει, άλλωστε στη ...μοίρα της, με τον αέρα να σωρεύει άμμο στα σημάδια της.

Ακούω το γέρο που συνάντησα στην ορχήστρα του ρωμαϊκού θεάτρου, εκεί στη Λευκή, να λέει με καθημερινή διάθεση: «...η ζωή είναι ένας αέρας...»!

Ενιωθα παράξενα, κρατώντας στα χέρια μου τα «αρχαία» κοχύλια της πορφύρας. Προσπαθούσα να φανταστώ τον Μινωϊτη πορφυροποιό, που άνοιξε την τρύπα στο όστρακο, για να πάρει τον χρωματοφόρο αδένα. Ο Νίκος μου έδειχνε ένα άλλο «ρωμαϊκό» κοχύλι για να δω «τη διαφορά στο κόψιμο», που «μαρτυρεί μια πιο εξελιγμένη τεχνική, με πιο κατάλληλα εργαλεία...».

Κάτι σαν αρχαία μουσική είναι που σφυρίζει ο αέρας στο καλάμι του, εκεί στις ζεστές ακτές του Λιβυκού.

Τόπος ερωτικός, μ’ ένα φως τεράστιο στο δώμα του, που έχει κι αυτό μια μουσική από τύμπανα και άσκαυλους.

Μια νοσταλγία από Nino Rota ή Χατζηδάκι.

 

«Περιμπανού τη λέγαν τα παιδιά

Περιμπανού

κι ήτανε δεκαπέντε χρόνων

έγραφε τ’ όνομά της

στο βυθό του Αυγερινού

μ’ ενός πνιγμένου γλάρου φτερό

 

Μα της ζωής το κύμα το παράφορο

σκόρπισε βάρκες και κουπιά

και στο μεγάλο κόσμο τον αδιάφορο

ποιός τη θυμάται τώρα πια...»

 

Οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου κολυμπούν σαν από θαύμα στη αέρινη μουσική του Μάνου Χατζηδάκι κάτω από έναν αρχαίο ουρανό, που όταν γέρνει ο ήλιος παίρνει το χρώμα της πορφύρας.

Αυτή είναι η τάξη των πραγμάτων. Αρχαία θροϊσματα και ψίθυροι, που επιστρέφουν, με ακούσματα μαγικά και τρόπους αρχεγονικούς.

Σκηνές από ταινία του Φελίνι!

Η ζωή γράφει κύκλους και επιστρέφει μέσα από μονοπάτια μυστικά και δρόμους ανεξερεύνητους

 

-         Ποιός νιάζεται για τέτοια...φρούτα;

-         Τρελάθηκες θείο; Τι είναι αυτά που λες;

-         Φρούτα δεν είπες;

-         Αααα, καλά...

-         Βήχει ο «φρουτάς» και λένε πως ...τρέμει η Δημοκρατία από το κρυολόγημα.

-         Σου ξεφεύγουνε αφεντικό ή θέλεις και τα λες, με το συμπάθειο;

-         Κοίτα μη φας καμιά ανάποδη. Και μη σου ξεφύγει κακομοίρη ο Πλούτος, γιατί θα σε παλουκώσω μεσ’ στο σταύλο. Ρίχτου λίγο νεράκι με το λάστιχο να μη βρωμάει...

-         Το χρήμα δε βρωμάει, αφεντικό, ποτέ. Ας τό ‘χα εγώ και σού λεγα. «Φρούτο» μυρίζει, να, σαν το ροδάκινο, που το δαγκώνεις, ζουμερό όπως είναι και φτάνει η γλύκα στο λαιμό...

-         Βρε απατεώνα...

-         Τσσς! Λέγε εσύ, λέγε. Χαμπάρι δεν πήρες ότι «εκσυγχρονιστήκαμε». Περάσαμε από τον οβολό στο euro κι εσύ ακόμη κολλημμένος είσαι.

-         Ρε, τον Πλούτο και τα μάτια σου!

-         Φυλάω τσίλιες εγώ αφεντικό μην κάνει κανα ντου το ΣΔΟΕ. Τι θαρείς, έτσι, άντε...

-         Αααα, καλά!

-         Είμαι ο «καταλληλότερος» σου λέω...

 

Τα έχει αυτά τα «σουσούμια» η Πορφύρα. Ακριβό χρώμα, για τους λίγους. Δε λέω, μακάρι να την είχαν όλοι. Μόνο, που συχνά φέρνει «ζάλη» αυτό το ...χρώμα. Μια μυρωδιά «λωτού», που ...τρώει τη μνήμη.

Ακόμη κι αυτός ο μπαγαπόντης ο Οδυσσέας, τα βρήκε σκούρα με τους Λωτοφάγους.

 

-         Δες ρε ποιός έχει μπουκάρει στην καβάτζα.

-         Ωχούουου, αφεντικό, σκούρα τα πράματα.

-         Δεν σου είπα ρε κακομοίρη να προσέχεις; «Τα φρούτα και τα μάτια σου» δεν σού ‘πα;

 

Είναι μια ώρα δύσκολη, κομμάτι!

 

-         Να κάνει χαβαλέ η ...μπανάνα με τα μπρόκολα!

 

Foto: ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Ανακατώνεται ο καιρός εκεί στα ερείπια του Λιβυκού, με τις αρχαίες δόξες της πορφύρας. Ακούστηκε τάχα ποτέ σ’ αυτό εδώ το ρωμαϊκό θέατρο, στη Λευκή, ο τρομερός χαιρετισμός;

 

Ave , Caesar,

i morituri te salutant!

(χαίρε Καίσαρ, οι μελοθάνατοι σε χαιρετούν!)

 

Μια άλλη συγκυρία, άσχετη όλωσδιόλου, έφερε στα χέρια μου για μια ακόμη φορά το μυθιστόρημα του Ιούλιου Βερν: ΕΙΚΟΣΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΛΕΥΓΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ.

Ο καθηγητής Αρονάξ ρωτούσε εναγωνίως το βοηθό του για τη θέση του «Ναυτίλου».

Το τρομερό υποβρύχιο του Κάπταιν-Νέμο δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το βυθό και κάθε απόπειρα απόδρασης ήταν μάταιη...

Σταμάτησα να γράφω αυτό το κείμενο και όλο το υπόλοιπο βράδυ, μέχρι το ξημέρωμα, περιπλανήθηκα στους βυθούς με τον Κάπταιν-Νέμο και την παρέα του.

Το πρωϊ, είχα στο στόμα μια στυφή γεύση από ξενύχτι, αρκετή μελαγχολία, αλλά και μπόλικη ευχαρίστηση...

 

Ευτυχώς, ανήκω στους θνητούς που μπορούν ακόμη να χαίρονται όταν βάζει γκολ ο Del Piero ή ο Trezequet με την Veccia Signora. Ακόμη κι αν μοιάζει με τρέλα, έχει μια γνήσια χαρά και τη γουστάρω. Ομολογώ ταπινά την αδυναμία μου να είμαι οπαδός (ναι, οπαδός) της Juventus!

Και σαν «τρελός» γιουβεντίνος, φροντίζω να μαθαίνω τις τρέλες κι άλλων γιουβεντίνων. Χάρηκα έτσι, μια συνέντευξη του Luciano Pavarotti, που περιγράφει μια παιδική του σκανταλιά για να καταφέρει να μπει στο γήπεδο να δει τη Juve.

Αλλο το... «πάθος» κι άλλο τα «φρουτάκια». Ετσι, για να καταλαβαίνουμε τί λέμε...

Οσο, για τα υπόλοιπα «φρούτα», αυτά βρίσκονται στα μανάβικα, στη λαϊκή και στην εξουσία...

 

Forza Juve

Te voglio bene assai

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ως3», τον Μάρτιο του 2002. Ομως, το θέμα του τζόγου είναι πάντα επίκαιρο. Εκτός αυτού, θέλω να συμπληρώσω και την αφήγηση του Luciano Pavarotti για τη Juve. Οταν ήταν μικρός και δεν είχε χρήματα για το εισιτήριο να μπει στο γήπεδο και να δει την αγαπημένη του Juventus, πήγαινε σε μια πολυσύχναστη θύρα φανατικών Γιουβεντίνων και αφού τρύπωνε στο συνωστισμό άρχισε να φωνάζει, τάχα ότι έχασε τον πατέρα του μέσα στο πλήθος, οπότε, δεν γινόταν οι άλλοι Γιουβεντίνοι να μην ενδιαφερθούν για το παιδί ενός γνήσιου tifosi, κι έτσι, όλο και κάποιος άρπαζε τον πιτσιρίκο Luciano και τον έχωνε στο γήπεδο.

Capisco, povero Luciano, capisco tutti…

Ετσι λοιπόν, με τη σειρά μου, δεν έχω παρά να αφιερώσω αυτό το κείμενο στη Juventus και στους όπου γης Γιουβεντίνους.

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ Αθήνα, 25 Απριλίου 2004


zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα