ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Ο

ΑΔΗΣ

Στένων  βοά

«Κατελύθη μου η εξουσία»

«Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται ο των αγγέλων βασιλεύς»

 

Διάπυρος πόθος του ανθρώπου από τότε που βλέπουν τα μάτια του το φως του ήλιου είναι, όπως δείχνουν τα ίδια του τα έργα, να βρει τρόπο να κατανικήσει το θάνατο. Ο θάνατος είναι εκ των πραγμάτων, ο προαιώνιος εχθρός του, ο μέγας φόβος που τον διαπερνά, ο καταλύτης της ζωής. Το δείχνει ο τρόπος που θάβει τους νεκρούς του, από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια, σε στάση εμβρύου, μέσα σε πιθάρια, ως να πρόκειται για μια καινούρια μήτρα απ’ όπου ελπίζει να ξαναγεννηθεί, διαπερνώντας έτσι το θάνατο, με μια επιστροφή του στη ζωή.

 

Ο Εσταυρωμένος μετά την περιφορά του τοποθετείται στο κέντρο του Ναού, που γίνεται και το πεδίο των δρώμενων στο τελετουργικό των παθών, που ακολουθεί, οδηγούμενο πλέον στην κορύφωσή του.

 

Η υμνογραφία, όπως και τα δρώμενα της Μεγάλης Εβδομάδας, από τις Ακολουθίες των Παθών, τη Σταύρωση και τα Εγκώμια του Επιταφίου, μέχρι το «Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού», που ακούγεται τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, οριογραφούν το νόημα μιας ποθητής διαδρομής, από τη ζωή στον Άδη εν είδει καθαρτηρίου και από κει σε μια νέα ζωή, που δεν έχει τέλος, όπως ορίζεται «η βασιλεία των ουρανών»…

Ο υμνογράφος της Μεγάλης Παρασκευής θεωρεί ότι με το θάνατο του Θεανθρώπου, «ο Άδης στένων βοά» (βοά στενάζοντας) και μέσα στους  στεναγμούς του, ο κυρίαρχος του ερέβους εμφανίζεται να αναφωνεί: «κατελύθη μου η εξουσία»!

 

«Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο εν ύδασι την γην κρεμάσας». Ο Εσταυρωμένος στα χέρια του Παπά-Σπύρου Φώσκολου περιφέρεται τρεις φορές στο εσωτερικό του ναού, που είναι σκοτεινό (με σβηστά τα φώτα), καθώς ο Άδης.

 

Στην Ωδή Ζ΄ της Μεγάλης Παρασκευής, ο υμνωδός θεωρεί ότι «τέτρωται Άδης, εν τη καρδία δεξάμενος τον τρωθέντα λόγχη την πλευράν…». Ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη για να τον κατανικήσει με την παρουσία του και μόνο, όπως αποφαίνεται ο υμνωδός τα μεσάνυχτα του μεγάλου Σαββάτου με το «θανάτω, θάνατον πατήσας».

Ο Χριστός δεν είναι ο πρώτος που εμφανίζεται να κατεβαίνει στον Άδη. Έχει προηγηθεί ο μυθικός Ηρακλής, που παζαρεύει με τον κυρίαρχο του Κάτω κόσμου, να του δώσει για λίγο τον κέρβερο, τον τερατόμορφο σκύλο που φρουρεί τις πύλες του Άδη. Άλλο ένα μυθικό πρόσωπο, ο Ορφέας, κατεβαίνει και αυτός στον Άδη με ένα πολύ διαφορετικό σκοπό, να φέρει πίσω στη ζωή την αγαπημένη του Ευρυδίκη και όλη του η περιπέτεια έχει ένα οίστρο ερωτικό, έτσι, που μπορεί και να είναι αιτία αυτή η μυθική δράση, για τη σύνδεση που γίνεται εδώ και αιώνες, του έρωτα με το θάνατο.

 

«γυναίκες μετά μύρων θεόφρονες, οπίσω σου έδραμον».

 

Και εδώ όμως, στην υμνογραφία της Μεγάλης Παρασκευής ο ερωτικός οίστρος υφέρπει στα στιχόμελα των εγκωμίων, όπως στο «Ω, γλυκύ μου έαρ», που συναντάει κάπου τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Διονυσίου Σολωμού, με κείνο τον απαράμιλο στίχο: « Έστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη», ή και την παραλλαγή του: «Ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε».

Η εντυπωσιακότερη, ωστόσο, κάθοδος στον Άδη, περιγράφεται στο «λάμβδα» της Οδύσσειας. Η ραψωδία λ΄, γνωστή και ως Νέκυια, ακριβώς γιατί αφορά τα των νεκρών, περιγράφει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, για να συναντήσει τον Μάντη Τειρεσία.


«αι δ’ αγέροντο

ψυχαί υπ’ εξ Ερέβους νεκύων κατατεθνηόντων

νύμφαί τα’ ηίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες

παρθενικαί τα’ αταλαί νεοπενθέα θυμόν έχουσαι.

(ΟΜΗΡΟΣ: Οδύσσεια λ, στίχοι 36-39).


Σε μια ελεύθερη μετάφραση αυτοί οι στίχοι από την Ομηρική Οδύσσεια περιγράφουν αυτά που βλέπει ο Οδυσσέας, μόλις έσφαξε τα αρνιά στον Άδη και γέμισε ο λάκκος μαύρο αίμα: «Άρχισαν τότε να μαζεύονται από το Έρεβος οι ψυχές των νεκρών, νύμφες και νεαροί, γέροντες πολυβασανισμένοι και τρυφερές παρθένες με νεοπένθιμη διάθεση».

Στη συνέχεια της ίδιας περιγραφής, ο Οδυσσέας λέει ότι βλέπει να καταφθάνουν στο λάκκο με το αίμα «…πολλοί άντρες που είχαν πληγωθεί από χάλκινα κοντάρια και άλλοι που είχαν βαμμένα στο αίμα τα άρματά τους και από παντού αμέτρητοι πλησίαζαν στο λάκκο, με θόρυβο και ιαχές. Και χλόμιασα απ’ το φόβο μου».

Ο Όμηρος περιγράφει τον Άδη σύμφωνα με τη συνείδηση των ανθρώπων για τα επέκεινα της ζωής, ως ένα ζοφερό τόπο, απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή.

Μετά την αποκαθήλωση, το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής, το «άχραντο σώμα» μέσα στο λευκό σεντόνι που κρατάει ο παπάς, περιφέρεται γύρω από το Ναό, πριν αποτεθεί στον Επιτάφιο.

 

Το ίδιο το όνομα Άδης, σημαίνει «αόρατος». Η λέξη είναι σύνθετη από το στερητικό «α» και το ρήμα «ορώ» (βλέπω), συνεπώς, «άδης» είναι αυτός, που στερεί τη δυνατότητα να μπορείς να βλέπεις. Ο Άδης είναι ο μυθολογικός θεός του Κάτω Κόσμου και κατά συνεκδοχή ονομάζεται «άδης» και ό τόπος των νεκρών.

Ο Οδυσσέας, αφού μιλήσει με τον Τειρεσία, συναντά στον Άδη και τη μάννα του, που την ακούει να του λέει:

«Τέκνον εμόν, πως ήλθες υπό ζόφον ηερόεντα

ζωός εών; χαλεπόν δε τάδε ζωοίσιν οράσθαι».

«ΟΜΗΡΟΣ, Οδύσσεια λ, στίχοι 155, 156».


Στους δυο αυτούς στίχους, ρωτάει η μάννα του τον Οδυσσέα: «Γιέ μου πώς ήρθες κάτω εδώ στα μαύρα τα σκοτάδια, ενώ είσαι ζωντανός, γιατί είναι δύσκολο να τα δουν αυτά οι ζωντανοί».

Κατ’ αντιστοιχία, στον Επιτάφιο Θρήνο, η Παναγία θρηνεί για το γιό της: «Ω, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος». (Ω, γλυκιά μου άνοιξη, ολόγλυκο παιδί μου, πού βασίλεψε η ομορφιά σου).

Είναι προφανές ότι απέχουν πολύ αυτά που λένε οι δυο μανάδες, όμως θα ξαναπάμε στη μάννα του Οδυσσέα, εκεί που του εξηγεί τι γίνεται με το θάνατο και με τον Άδη.


«Αλλ’ αύτη δίκη εστί βροτών, ότε τις κε θάνησιν

ου γαρ έτι σάρκας τε και οστέα ίνες έχουσιν,

αλλά τα μεν τε πυρός κρατερόν μένος αιθομένοιο

δαμνά, επεί κε πρώτα λίπη λεύκ’ οστέα θυμός,

ψυχή δ’ ηύτ’ όνειρος αποπταμένη πεπότηται».

ΟΜΗΡΟΣ, Οδύσσεια λ, στίχοι 218-222.

 

«Αυτή είναι η μοίρα των θνητών όταν κάποιος πεθάνει

γιατί δεν έχουν πια νεύρα οι σάρκες να κρατούν τα κόκκαλα

γιατί τα κάνει όλα στάχτη η φοβερή μανία της φωτιάς

αφού φύγει πρώτα από τα άσπρα κόκκαλα η πνοή

και πετάξει σαν όνειρο η ψυχή…».


Ας μου συγχωρεθεί η τόλμη για τη μετάφραση, αλλά πιστεύω ότι σε γενικές γραμμές αυτά λένε οι στίχοι αυτοί από την Οδύσσεια. Οδυνηροί, ανθρώπινοι και τρυφεροί μαζί, για την αξία της ζωής, που φεύγει έτσι: σαν όνειρο!

Απέριττη στην αλήθεια της και μαεστρική στην περιγραφή της αυτή η Ομηρική αποστροφή για τα του Άδου.

Για τα του Άδου όμως, αξίζει να δούμε και μια φράση του Σοφοκλή: «πανευτυχείς είναι όσοι θνητοί κατεβαίνουν στον Άδη έχοντας μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια· μόνο γι' αυτούς υπάρχει εκεί φως. Για τους υπόλοιπους όλα είναι μαύρα».

Αρκούντως αινιγματική αυτή η αναφορά του μεγάλου τραγικού ποιητή της αρχαιότητας, όσο και η ανεξήγητη κραυγή «Κογξ Ομ Παξ»,  που αναφωνούν οι μυημένοι στο άδυτο των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Η Μεγάλη Εβδομάδα, στο «Κογξ Ομ Παξ» των Ελευσινίων Μυστηρίων φαίνεται να απαντά με το «Χριστός Ανέστη» και το «θανάτω, θάνατον πατήσας», ενώ, χωρίς καμιά αμφιβολία, οι ακολουθίες των παθών διεξάγονται μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα, ικανές για σκέψη και περισυλλογή, πέρα από αυτό που μπορεί να πιστεύει ο καθένας.

Το δέντρο με τα ροζ λουλούδια είναι η κουτσουπιά, που όπως λένε τη διάλεξε ο Ιούδας για να κρεμαστεί.

 

Ωστόσο, το μέγα μυστήριο που συντελείται αυτό τον καιρό, όπως κάθε χρόνο είναι η Άνοιξη, με τα φυτά της γης να αναθάλλουν μέσα από ένα απλούστατο, μα συγκλονιστικό στη διεξαγωγή του τελετουργικό, γεμάτο χρώματα και μυρωδιές, που κεντρίζουν πόθους και έρωτες, αλλά και ακατασίγαστους οίστρους, στο αιέν.

 

 

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Τριπόταμος-Τήνος

Μεγάλη Πέμπτη

16 Απριλίου 2009

 

 

zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα