ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ



Μια σημαία στην ξερολιθιά

 

ΓΑΥΔΟΣ

Στη σπηλιά της Καλυψώς



Ο Κέδρος στο Σαρακίνικο, το κέντρο της Γαύδου.



Ωγυγίη τις νήσος απόπροθεν ειν αλί κείται΄

ένθα μεν Ατλαντος θυγάτηρ δολόεσσα Καλυψώ

ναίει ευπλόκαμος, δεινή θεός΄ ουδέ τις αυτή

μίσγεται ούτε θεών ούτε θνητών ανθρώπων

αλλ’ εμέ τον δύστηνον εφέστιον ήγαγε δαίμων

οίον, επεί μοι νήα θοήν αργήτι κεραυνώ

Ζευς έλσας εκέασσε μέσω ενί οίνοπι πόντω.



ΟΜΗΡΟΣ/ΟΔΥΣΣΕΙΑ η΄(στίχοι 244-250)



(Βαθιά στο πέλαγο είναι ένα νησί, Ωγυγία

Εκεί που μένει του Ατλαντα η δολοπλόκα κόρη,

η Καλυψώ, με τις σγουρές πλεξούδες, δεινή θεά,

που μήτε θεός, μήτε άνθρωπος σμίγει μαζί της

αλλά εμένα το δύστυχο, στο σπίτι της μ’ έφερε η μοίρα

αφού το γρήγορο καράβι μου με κεραυνού φωτιά

τό ‘καψε ο Δίας μεσοπέλαγα).

 

Το καραβάκι φτάνει από την Παλιόχωρα στον Καραβέ.

 

Ετσι βρέθηκα, Ιούλιο μήνα, με τον Ομηρο, σε μια σπηλιά στη Γαύδο, παραδέρνοντας στα κύματα πέντε ώρες για να φτάσω από την Παλιόχωρα, πάνω σ’ ένα παλιό, ξύλινο liberty, που σήκωνε την πλώρη του στον ουρανό κι ύστερα καταβούλιαζε στο τάρταρο μιας σκούρας θάλασσας, που έβγαζε φίδια μεσοπέλαγα.

Είχα, θαρώ, τη γεύση του Οδυσσέα!

Οταν καβατζάραμε τον κάβο και φουντάραμε επιτέλους στο λιμανάκι του Καραβέ, έτσι ανακατωμένοι στο κατάστρωμα με λογής συμπράγκαλα και φορτία, νόμιζα πως κουνούσε ακόμη και η στεριά.

Οι πιο πολλοί είχαν αναποδογυρίσει τα στομάχια τους στη θάλασσα.

Στο σταυρό της πλώρης σκαμπανέβαινε σ’ όλόκληρη τη διαδρομή μια θαμπή στεριά, σα ράχη φάλαινας στη θάλασσα, κι όσο την πλησιάζαμε άλλαζε σουλούπι μέσα στη θαμπάδα της καλοκαιριάτικης αντηλιάς, μέχρι που πήρε πια το οριστικό σχήμα της και φάνηκαν με κόπο τα λίγα σπίτια εδώ κι εκεί, όπως και ένας λευκός Αη-Γιάννης στην κορυφογραμμή, πάνω από την αμμουδιά του Λαυρακά.

Οπως και νάχει, η Γαύδος είναι ένας μύθος!

Και δεν είναι μόνο η Καλυψώ, με τους θεϊκούς της έρωτες, που απογυρεύει μιας θνητής τα κόλπα και τα πείσματα.



Οι παραλίες του Αη-Γιάννη και του Λαυρακά



Μέρες πολλές, σχεδιάζοντας αυτό το ...υπερπόντιο ταξίδι στη Γαύδο, είχα μπελάδες μ’ αυτό το όνομα: Λαυρακάς!

Μια παραλία με τους αμμόλοφούς της, να αντιγράφουν τη Σαχάρα, σηκώνοντας την άμμο τους στον ουρανό.

Μπροστά μου έβλεπα τους Τουαρέγκ. Μια φυλή της άμμου, με τα μπλε τυρμπάν, που σηκώνουν στους ώμους τους τον ουρανό της ερήμου...

Ωστόσο, ένας ταξιδιωτικός οδηγός που είχα μαζί μου, εξηγούσε πως αυτή η παραλία πήρε το όνομά της από τα...λαυράκια!

Μου φαινόταν αστείο για να το πιστέψω. Συνήθως, οι πιο πολλοί τουρίστες βολεύονται με την πρώτη εξήγηση που βρίσκουν μπροστά τους, και είναι, ως φαίνεται, η πιο εύκολη.

Μπορεί να είχα μείνει κι εγώ μ’ αυτή την εντύπωση, για τα «λαυράκια» του Λαυρακά, αν δεν είχα ανακαλύψει στο Internet μια σελίδα για τη Γαύδο, με μια αναφορά στις ανακαλύψεις ενός Αγγλου γεωγράφου, υδρογράφου και αρχαιολόγου, του υποπλοιάρχου T. B. Spratt, που περιηγήθηκε στη Γαύδο τον 19ο αιώνα.

Για την ερμηνεία του τοπονύμιου Λαυρακάς, η  καταφυγή στη Μινωϊκή λέξη δίνει μια διέξοδο. Ο «λάβρυς» δεν είναι άλλος από τον Διπλό Πέλεκυ, το λατρευτικό σύμβολο που εντοπίζεται σε όλα τα Μινωϊκά ιερά.

Και ο Λαυρακάς είναι γεμάτος με σπηλιές-τάφους, Μινωϊκής περιόδου, όπως μαρτυρούν λιγοστά ευρήματα, που χρονολογήθηκαν από αρχαιολόγους.

Ολες οι σπηλιές αυτές, που είναι ανοιχτές, έχουν συλληθεί. Ωστόσο, κάτω από τους αμμόλοφους είναι πιθανό να είναι θαμμένες ακόμη κι άλλες, ανεξερεύνητες. Εστω, όμως, κι αυτό μόνο το ίχνος βεβαιώνει ότι η Γαύδος είχε πάνω της ένα κοινωνικά οργανωμένο πληθυσμό, από τα Μινωϊκά χρόνια.



Το λιμανάκι του Καραβέ.

 

Ο Καραβές είναι το λιμάνι της Γαύδου. Δηλαδή, ένας μικρός μώλος και πέντε σπίτια, που τα δυο από αυτά είναι καφενεία και μαγέρικα.

Απέναντι, η στεριά της Κρήτης κι ενδιάμεσα μια θάλασσα σκούρα στο βαθύ της μπλε.

Πρωτίστως, η Οδύσσεια είναι μια αίσθηση. Ενα δράμα φωτός πάνω στη θάλασσα, το έσχατο κομμάτι της απελπισίας, ή μια υποψία ελπίδας στο πουθενά.

Αυτή είναι η Γαύδος!

Η Ωγυγία της Ομηρικής Οδύσειας. Η εσχατιά του Ευρωπαϊκού Νότου. Η τελευταία στεριά στη Μεσόγειο, πριν από τις ακτές της Αφρικής. Μια μικρή ξηρά που πλέει στο Λιβυκό κι έχει να διηγηθεί ένα πλήθος ιστορίες από τα προϊστορικά της χρόνια, με τους κέδρους, τα απολιθώματα των θαλασσινών οστράκων, που βρίθουν στο χώμα της και με τις αναπνοές των λίγων ανθρώπων που την κατοικούν ακόμη, μόνο και μόνο γιατί οι ρίζες τους πάνε βαθιά στα χώματά της.

Αυτή είναι η Γαύδος!

Ενα νησί που ξεπετάχτηκε απ’ τη θάλασσα. Βυθός ονείρων. Το απόλυτο της ερημιάς, της απομόνωσης και της εγκατάλειψης. Ακόμη κι εκείνο το ελικοδρόμιο που έφτιαξε πάνω της το κράτος, πριν από κάμποσα χρόνια, μοιάζει με φωλιά εξωγήϊνων, που ρημάζει για το θεαθείναι.



Επιασε χόρτα η πόρτα. Εικόνα συνηθισμένη στα χωριά της Γαύδος.

 

Το ίδιο και οι δυο πανύψηλες αντένες που φύτεψαν στην παραλία του Σαρακίνηκου για να σηκώνουν απάνω τους τις δυο σημαίες, της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την Ελληνική.

Νόμισμα της Γαύδου, το Euro!

Χωρίς ηλεκτρικό ακόμη, και μ’ ένα ή δυο τηλέφωνα προβληματικά, εκτός από τα κινητά, που πάνε όπου θες, και περισώζουν την κατάσταση.

Αυτή είναι η Γαύδος!

Με το φως του λύχνου ακόμη, όταν κι αυτές ηλεκτρογεννήτριες τα... φτύνουν κάθε τρεις και λίγο. Και το φως του φεγγαριού έχει αξία αρχεγονική.

Ο Παπά Μανώλης Μπικογιαννάκης που διακονεί με πείσμα το νησί του, έχει μύρια παράπονα να διηγηθεί για του κράτους την αδιαφορία.



Ο Παπα-Μανώλης Μπικογιαννάκης



Αυτή είναι η Γαύδος!

Ενα παιδί στο Δημοτικό και πλήθος ερειπωμένα σπίτια...

Κάπου-κάπου τη θυμάται και κανένα καράβι του Πολεμικού μας Ναυτικού.

Για τους γυμνιστές, ντόπιους και ξένους, που κατασκηνώνουν ακόμη ελεύθερα στις παραλίες του νησιού, εκεί κάτω από τον Αη-Γιάννη και τον Λαυρακά, η Γαύδος είναι ο τελευταίος παράδεισος. Ετσι λένε.

Οπως το δει κανείς. Εξαρτάται από τους λόγους που φέρνουν κάποιον σ’ αυτό το νησί.

Αλλοι ψάχνουν να βρουν την τρώγλη που έμενε ο Αρης Βελουχιώτης, εξόριστος στο Σαρακίνικο. Εξω από κείνο το χαμόσπιτο του Αρη, κυματίζει τώρα μια μπλε σημαία με τ’ αστέρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Αλλοι, πάλι, αναζητούν τα ίχνη της Καλυψώς, με όσα αναφέρει ο Ομηρος για το νησί, αλλά και οι θρύλλοι. Είναι δυο σπηλιές που διεκδικούν αυτή τη δόξα. Η μιά στην περιοχή του Ερρικιά και η άλλη, εκεί στις σπηλιές του Λαυρακά, με τα προϊστορικά ευρήματα των αρχαιολόγων.



Ο κόλπος στο Σαρακίνικο.

 

Ξεστεγιάστηκε το σπίτι από την ερείμωση και στέκουν μόνο οι ξερολιθιές και τα δοκάρια από τους κέδρους.

 

Είναι κι αυτοί που λένε πως η Γαύδος είναι το νησί του έρωτα και βλέπουνε την Καλυψώ παντού, μπροστά τους να τυρανά τον Οδυσσέα με τα πείσματα και τους έρωτές της, μέχρι που έδωσε τη λύση ο φτερωτός Ερμής, σταλμένος απ’ τον Δία.

Είναι εκεί στο ε΄ της Οδύσσειας εκείνη η ωραία αποστροφή της Καλυψώς, που παραπονιέται στους θεούς, γιατί της παίρνουνε τον άντρα:

 

«Σχέτλιοί εστε, θεοί, ζηλήμονες έξοχον άλλων

οί τε θεαίς αγάασθε παρ’ ανδράσιν ευνάζεσθαι

αμφαδίην, ήν τίς τε φίλον ποιήσετ’ ακοίτην».

ΟΜΗΡΟΣ /ΟΔΥΣΣΕΙΑ ε΄ (στίχοι 118-120)

 

( Σκληροί που είσαστε θεοί, ζηλιάρηδες, πιο πολύ απ' όλους

και οργίζεστε με  τις θεές που με θνητούς πλαγιάζουν

αν κάποια φανερά όποιον ποθεί, στο στρώμα της τον ρίξει )

 

Κρυφογελάει τρυφερά ο Ομηρος μ’ αυτούς τους στίχους, που βάζει στο στόμα της θεάς. Εχεις κι εσύ περίπου την αίσθησή τους, όταν σκεφτείς πως, όσες μέρες και να μείνεις εδώ, κάποια στιγμή θα αφήσεις πίσω σου τη Γαύδο.

 

Η ταμπέλα στον τοίχο γράφει: POLICE!

 

Η Γαύδος είναι τρυφερή κι ερωτική μεσ’ στη σκληράδα της. Ενας τόπος άνυδρος, στεγνός, που τον παστώνει η θάλασσα στο αλάτι.

 

Το κοτέτσι σφύζει ακόμη από ζωή.

 

Μια από τις μετρημένες στα δάκτυλα κατοίκους  στην Αμπελο!

 

Ακούω όσα μου λέει ο παπά-Μανώλης Μπικογιαννάκης στα Βατσιανά και σημειώνω πρόχειρα σ’ ένα χαρτί.

Το κράτος –λέει- δεν φαίνεται ούτε με τα ...κυάλια!

·       Το 1992 έκλεισε το σχολείο. (Τώρα πάλι προσπαθούν με τα χίλια ζόρια να το κρατήσουν ανοιχτό, μ’ ένα-δυο παιδιά, έστω).

·       Το 1960 η Γαύδος είχε 400 κατοίκους. Μετά το ’60 άρχισε η φυγή και τώρα μείνανε 58 μόνιμοι κάτοικοι. Στο Καστρί είναι τρεις οικογένειες, συν ο γιατρός και ο αστυνόμος. Εδώ, στα Βατσιανά ζούνε εφτά οικογένειες. Στην Αμπελο έμειναν τρεις. Στα Μετόχια τέσσερις. Στο Σαρακίνικο οκτώ. Και στον Καραβέ δυο όλες κι όλες.

·       Υπολογίζω πως το καλοκαίρι έρχονται στη Γαύδο ίσαμε τέσσερις με πέντε χιλιάδες τουρίστες. Κάθονται δυο μέρες, πέντε μέρες και φεύγουν.

·       Το 1996 ήρθε ο Σημίτης, Πρωθυπουργός. Μας έταξε 1 δισεκατομμύριο τότε και δεν πήραμε ούτε το ένα δέκατο. Νερό δεν έχομε. Εβαλε η ΔΕΗ φωτοβολταϊκά και ηλεκτρογεννήτριες και είναι όλες χαλασμένες. Μια στις τέσσερις δουλεύει...

 

Αυτά με δυο λόγια. Το κράτος είναι ...μακριά, παπά-Μανώλη, αυτό είν’ αλήθεια.

Τρέχα γύρευε...

 

Ο,τι απομένει από το φάρο

Μπορεί και νάναι η ψυχή της Γαύδου αυτή η βάρκα.

 

Η Γαύδος είναι το νοτιότερο κομμάτι της Ευρώπης κι έχει νόμισμά της το euro!

Ομως, τις νύχτες, ο ουρανός στη Γαύδο είναι από κρύσταλλο και ακουμπά, τεράστιος, στη γη, γεμάτος άστρα.

Τα μεσημέρια χαλάει ο κόσμος από τα τζιτζίκια. Το καλοκαίρι καίει ολόγυρα θυμιάματα μυριστικά, από κέδρο και λογής ξερόχορτα. Εξατμίζεται η θάλασσα, πράσινη στο Σαρακίνικο και τυρκουάζ!

Μυρίζει κακαβιά τα βράδια και σαλεύουν ζωντανοί οι αστακοί και οι καραβίδες στου μαγέρικου τη ζυγαριά.

Χωρίς άλλο, η Γαύδος είναι ό,τι δεν έχεις: η αίσθηση της Καλυψώς!

Κάποτε είχε το νησί πολλά αμπέλια και στέλνανε στο Μίνωα φόρο-κρασί, κεδρέλαιο, όπως και καρπούς κέδρου, τα κεδρόκουκα, που είναι, λέει, αφροδισιακά.



Φαγωμένοι βράχοι και κέδροι γυμνοί.

Το έδαφος της Γαύδου είναι αμμώδες, καλυμμένο από κέδρους. Στο βάθος διακρίνεται η Γαυδοπούλα.

 

Γεμάτος κέδρους είναι και τώρα αυτός ο παράδεισος του Νότου. Δάση ολόκληρα, πάνω στους αμμόλοφους.

Από τους ίδιους κέδρους φαίνεται ότι έφτιαξε και το καράβι του ο Οδυσσέας, όταν ο φτερωτός Ερμής, σταλμένος απ’ το Δία, είπε στην Καλυψώ να τον ελευθερώσει.

Αρχαίος τόπος, με τα πάθη του όλα και τους έρωτες. Μ’ ένα φαρδύ ουρανό και μια θάλασσα απέραντη στο νότο. Μήτε τυχαίο είναι ότι τον διάλεξε η Καλυψώ, η κόρη του Ατλαντα, για τόπο της, να χαίρεται μ’ ενός θνητού τις χάρες.

 

Η μεν αυτόθ’ έρυκε Καλυψώ δία θεάων,

εν σπέσσι γλαφυροίσι, λιλαιομένη πόσιν είναι.

ΟΜΗΡΟΣ/ΟΔΥΣΣΕΙΑ ι΄(στίχοι 29-30).

 

(Ετσι με κρατούσε η Καλυψώ, θεών αγαπημένη,

σε μια σπηλιά βαθουλωτή, ποθώντας με, με πάθος).

 

Αυτά λέει ο Οδυσσέας, για παράδειγμα, λες και υπόφερε απ’ της θεάς τη γλύκα.

Τόπος αρχαίος. Πιο παλιός ακόμη κι από την Καλυψώ του Ομήρου. Με το προϊστορικό του όνομα να μοιάζει πιο πολύ στο τωρινό.

Καυδία, είναι το πρωτινό της όνομα.

Οπως ακριβώς η λέξη Καύδα (Γαύδα), που διαβάστηκε σε υστερο-μινωϊκές επιγραφές της Γραμμικής Β΄.

Η Κλαυδία οδός είναι ένα άλλο σημάδι, καθώς σώζονται ίχνη της και σήμερα. Ενας δρόμος που οδηγεί από τον Λαυρακά στο κέντρο του νησιού. Η επίστρωσή του εχει γίνει με μεγάλες πλάκες, σημαντικού πάχους, ώστε να εξασφαλίζουν αντοχή στο οδόστρωμα, τέτοια, που θα τη ζήλευαν σίγουρα αυτοί που αλείψανε εδώ κι εκεί με πίσσα τους σημερινούς δρόμους του νησιού, χωρίς να αντέχουν σε μια ψευτο-μπόρα, μια και τους τρώει το νερό στο άψε-σβήσε...



Η ταμπέλα και η ερημιά.

 

Πολλά τα δίκια του παπά-Μανώλη, κάθε φορά που λεει ότι το κράτος κατοικεί μακριά, πέρα κι απ’ αυτόν ακόμη τον «οίνοπα πόντο» του Ομήρου.

Αυτή είναι η Γαύδος!

Ερημική, μα καθόλου έρημη.

Δεν είναι τόπος για αναχωρητές, που απαρνούνται –δήθεν- τα εγκώσμια. Αυτό το νησί βάζει σε χίλιους πειρασμούς αυτόν που θέλει να το ψηλαφίσει. Ο θεό-τοπος των χθονίων, έχοντας ομορφιά θεού και μέτρο ανθρώπου.

Νύχτα. Και κουδουνίζουν, χωρίς σημαίες, οι ψηλές αντένες εκεί στο Σαρακίνικο. Τ’ αστέρια της Ενωμένης Ευρώπης είναι κι αυτά μακριά, καρφωμένα ψηλά στο σκούρο ουρανό, όπως εκείνο το άστρο του Ωρίωνα, η Αρκτος, ο Πολικός, το Αλφα του Κυνός, ο Σείριος και ο Εωσφόρος.

Διαβάζοντας τον ουρανό, μαθαίνεις γεωγραφία, ενδημείς στους μύθους και ονειρεύεσαι τον εαυτό σου με άλλα μέτρα..

 

Το λιθόκτιστο παλιό σπίτι Και δίπλα το καινούριο με τους τσιμεντόλιθους.

 

Εδώ Γαύδος, λοιπόν.

Νότος του νότου!

Μια ανάσα από την Αφρική. Τόπος αψύς, μα τρυφερός στα χάδια του καλοκαιριού, με τον Μαϊστρο.

Καραβοτόπι των κουρσάρων, τις φορές που η θάλασσα είχε τον κίνδυνό τους και το φόβο.

Η Γαύδος ήταν πάντοτε τρελή στα κύματα. Ανέμου-καπνού. Τόπος μοναχικός και δύσκολος. Μα πάντοτε άναβαν στον ουρανό της άστρα τρυφερά, για να έχει η Καλυψώ παρέα, πόθους κι έρωτες.

Αλοίμονο, αν τα κανόνιζε όλα αυτά το κράτος!

Το μοναδικό ζωντανό κύτταρο του κράτους που τη θυμάται και την ...επισκέπτεται είναι η εφορία! Το παχύ έντερο του κράτους.

Τρύπα, λέει, να ανοίξεις στον τοίχο, έρχεται η Πολεοδομία και σου ρίχνει πρόστιμο.

Από την άλλη, ψάχνοντας στο Internet, βρήκα ξενόγλωσσες αγγελίες, ότι πουλιούνται οικόπεδα, σε τιμές αστρονομικές και δη σε δολλάρια!

Από τα ερείπια του παλιού φάρου, εκεί στο νότο, χάνεται το μάτι στο ανοιχτό πέλαγο. Μπλέ αχανές, ώστε να ακινητεί πάνω του ο χρόνος, εδώ και σαράντα αιώνες.

Καταγράφω με τη σειρά τα ονόματα του νησιού, όπως τα συνάντησα, ψάχνοντας τα ίχνη του: Καύδα (Γαύδα), Κλαύδα, Κλαυδία, Καύδον,  Ωγυγία, Γαύδος, Γκότζο.

Ονόματα που αποπνέουν πολιτισμό, επιδρομές, κατοχές, κουρσέματα και φονικά.

Ο καιρός κάνει σκάτζα-βάρδια και επιστρέφει.

Μ’ ένα φως Ιουλίου, σγουρό, όπως κι εκείνη η θεά του Ομήρου, που αλλάζει πλευρό, αλλά δεν κοιμάται, και ονειρεύεται αιώνες τον Οδυσσέα της.

 

 

 

 

Αθήνα 25 Μαϊου 2005





zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα