ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

ΤΟ
ΦΟΥΡΝΟΣΠΙΤΟ


 
Μπαρούτι πρέπει να μυρίζουνε ακόμη οι τοίχοι του, τόσες σαρακοστές και μεγαλοβδομάδες που έβγαλε αυτό το μπαρουτόσπιτο με τις τρακατρούκες και τα άλλα αναστάσιμα "πυρομαχικά", που κάνανε να σαλεύει η Αγιά-Τριάδα τη νύχτα της Ανάστασης.
Η αλήθεια είναι ότι το φουρνόσπιτο δεν υπάρχει πια εδώ και χρόνια. Στη θέση του στέκει τώρα ένα σπίτι. Οποτε περνώ όμως και το βλέπω, κοντοστέκομαι. Φαίνεται πως στο μέσα μέρος του ανθρώπου υπάρχει ένα cd-player και μόλις κλείσεις τα μάτια σου για λίγο μπαίνει μπρος και παίζει...
 
File.1:
Το ίδιο το κτίριο, είναι φαντάζομαι για πολλούς ακόμη, μια ζωντανή μνήμη, μ' εκείνες τις καμαρωτές πέτρινες πόρτες του οξώσπιτου, και παραμέσα, στο βάθος του, το στόμιο του μεγάλου φούρνου.
Μαύρο από το φούμο.
Δίπλα στην αριστερή πόρτα είχε μια τεράστια πετρόπλακα, να αποθέτουν τις τάβλες με τα ψωμιά.
Θαρρώ πως μυρίζει ακόμη εκείνο το ψωμί, που το άνοιγες με τα χέρια κι έβγαζε αχνούς, καυτό απ' το φούρνο.
Όλο αυτό το ευλογημένο προστώο του φούρνου μύριζε ψωμί και λιχουδιά. Πότε κουλούρια, πότε καλιτσούνια και πότε φτάζυμο ψωμί.
Το χειμώνα μπαίνανε οι σπουργίτες στις χιλιάδες τρύπες που είχαν οι τοίχοι του. Τον άλλο καιρό ξεκαλοκαιριάζανε στους ευκαλύπτους του Χριστού και της Αγιά-Τριάδας και γινότανε ένας χαμός από τη φασαρία τους κάθε καλοκαίρι.
Φωλιάζανε και σκλόπες τακτικά. Η γιαγιά μου, τη σκλόπα (κουκουβάγια) την έλεγε "κάζα", και αναρωτιέμαι αν έχει σχέση με το ιταλικό Casa (σπίτι). Οπότε, έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν αυτό το ιερό πουλί της αρχαιότητας με το όνομά του αυτό δηλώνει πως είναι και πουλί του σπιτιού. Οπως και νάχει, το Φουρνόσπιτο ήταν η Casa di Lastros. Εκεί φούρνιζε σχεδόν όλο το χωριό, όπως και σε δυο ακόμη φούρνους που θυμάμαι, στου Καραβά και στου Φραγκουλοδημητράκη.
Το Φουρνόσπιτο, ωστόσο, έχει καταγραφεί με ένα ξεχωριστό τρόπο, καθώς η λέξη φουρνόσπιτο και μόνο, καθόριζε πάντοτε με τρόπο απόλυτο, κάτι εντελώς συγκεκριμένο: το φούρνο της Πελαγίας του Πετράκη.
 
File.2:
Η Πελαγία θα παραξενευόταν σίγουρα μ' αυτά τα "File.1" και "File.2", μιλώντας για το Φουρνόσπιτό της.
"...ήντα διαόλοι είναι τουτοινιά...".
Λες και την ακούω...
Το Φουρνόσπιτο δεν είχε βέβαια, τίποτε το ...ψηφιακό ή ηλεκτρονικό. Στον καιρό του δεν υπήρχε soft ware. Αντίθετα, όλα ήταν hard, μα, ωστόσο, χειροποίητα.
Χειροποίητα όλα, όπως εκείνες οι λαχταριστές κρίθινες "πέρδικες", που έφτιαχνε η Πελαγία "...για τα κοπέλια..."!
Είναι αυτές οι μυρωδιές που δεν καταφράφονται σε ...files. Γιατί οι μυρωδιές, χωρίς αισθήσεις είναι άχρηστες. Και το Φουρνόσπιτο της Πελαγίας ήταν γεμάτο μυρωδιές και αισθήσεις.
"...το ψωμί το νταντεύεις, σαν το κοπέλι...".
Κι ύστερα ανασκούμπωνε τα μανίκια και πάλευε με τη ζύμη στην πινακωτή.
Ιέρεια της Θεάς, αυτή η γυναίκα, Δίκτυνά μου, εξ αρρήτων κατάγουσα, με το αρχαίο της πρόσωπο, αυστηρή και την ίδια ώρα προσηνής και αυθεντική, διεξάγουσα των μυστηρίων.
Η ήν, η νυν και η αιέν!
Η από καταβολής, των Διπλών Πελέκεων, δόκιμη των μυστικών της ζωής, καθώς του ψωμιού των μυστηρίων.

 
Πότνια.
"οσία δε κατά γαν"!

 
Μια μεγάλη, ξύλινη, λαξευτή σκάφη, έργο τέχνης, όπως είναι σχεδόν όλα τα χειροποίητα πράγματα, που στον καιρό τους δεν ήταν παρά σκεύη χρείας.
Μεγαλοβδόμαδο, μύριζε το Φουρνόσπιτο όλο λεμονόφυλλα και καλιτσούνια. Μυρωδιές κι αυτές τεράστιες, όπως οι μύθοι του Αισώπου!
Μπερδεύω πάντοτε τον Απρίλη με όλα αυτά τα πράματα, που έχουν εντυπωθεί, όπως η τύπωση στα πρόσφορα.
Μυρωδιές, κι αισθήσεις, όπως το προζύμι, ανακατεμένες με τα τροπάρια και τις μουσικές των αποδείπνων.

 
"Αξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον πάντων κτίστην,
τοις σοις γαρ παθήμασιν
έχομεν την απάθειαν,
ρυσθέντες της φθοράς".

 
Έτσι, οι κουστωδίες της Άνοιξης τρυπώνανε από τις πέτρινες καμαρόπορτες του Φουρνόσπιτου, κι ανακατώνουνταν οι μυρωδιές από τα χλωροκούκια, το λιόψωμο, τις αγκινάρες και τα λεμονόφυλλα, με τα ζουμπούλια του επιτάφιου.

 
"...Καθελών του ξύλου..."!

 
Η όποια αποκαθήλωση, μέχρι εκείνη την Pieta του Michelangelo, έχει απότοκό της μια μελαγχολία, που δεν παλεύεται εύκολα, καθώς στηλώνει τα πόδια της η μνήμη, σαν το γαϊδαρο του Καταπότη όταν ανέβαινε από τη Λιχτάρα.
Η μνήμη είναι σαν να ξεθρακίζεις τη φωτιά και καίει η φλόγα της. Σπιθίζει, όπως κάνουνε τα πριναρόκλαδα στο φούρνο...
 
File.3:
Ο χρόνος τα στρογγυλεύει τα πράματα στο πέρασμά του, όπως κάνει η θάλασσα με τα χαλίκια της. Τους δίνει φάλτσο στις γωνιές με τον καιρό, και τα λειαίνει. Και είναι, ύστερα, όπως παίρνεις ένα βότσαλο από μιαν ακτή, να τόχεις ανάμνηση, ίσαμε να ξαναπάς.
Μ' αυτό τον τρόπο, το Φουρνόσπιτο είναι ένα τεράστιο, λείο βότσαλο, όπως η ψηγμένη λάβα από το ηφαίστειο της Σαντορίνης.
Αλλωστε, μια ζωή έβραζε λάβα στα σπλάχνα του, κι έβγαινε ψωμί!
Νυχτιές, με το φως του λύχνου. Ενα γλυκό φως, που έδινε στα πρόσωπα μιαν αμυδρή ίσα-ίσα φωτοσκίαση κι έστελνε στους τοίχους αχαμνές, μα τεράστιες ασκενιάδες.
Ζωγραφιές του Greco!
 
File.4:
Απλά, θαρώ πως, είναι τα σπουδαία πράματα, όπως ανατέλλει ο ήλιος το πρωϊ και δίνει φως στη μέρα.

 
"...εεεεεέέέεεεε,
να 'χενε η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια
να πάτου τα πατήματα
να 'πιανα τα κερκέλια
ν' ανέβαινα στον ουρανό
να διπλωθώ, να κάτσω
ΝΑ ΔΩΣΩ ΣΕΙΣΜΑ Τ' ΟΥΡΑΝΟΥ"

 
Και τα πράματα που αγαπάς γίνονται σάρκα σου, με ένα τρόπο που δεν τον διαλέγεις. Είναι σαν τα ένστικτα που σε κατοικούν από γεννησιμιού σου, και έκτοτε, πορεύεσαι με αυτά δια βίου.
Ετσι τυχαίνει να επιστρέφω με το φως του λύχνου, αρχή Σαρακοστής, σε μια από τις πρώτες εκείνες ...συσκέψεις για τα πυρομαχικά της Λαμπρής. Κοπέλια του δημοτικού όλα. Είχε ακόμη τότε το σχολειό πολλά.
Ο Γιώργης είχε τον πρώτο λόγο, εξ oficio, καθ' ότι και οικοδεσπότης. Οταν πλακώνανε ύστερα και τα γυμνασιόπαιδα από τη Σητεία, τη Γεράπετρο και τον Αη-Νικόλα, την αρχηγία την έπαιρνε θαρώ ο Λευτέρης, γιατί οι κατασκευές ήταν πιο βαριές, "...και οι μικιοί δεν θα κάνουνε πράμα άλλο εκτός από ντρακαντρούκες. Ακούτε ορέ; Οποιος δεν κάθεται καλά να μην ξανάρθει στο Φουρνόσπιτο. Ξεκομμένα...".
Κάπως έτσι είχαν τα πράματα.
Και να τα μπαρούτια. Οσοι τύχαινε να είναι κυνηγοί ήταν και οι "χορηγοί" αυτής της προσπάθειας, να κρατήσει το χωριό "ψηλά το ηθικό" τη νύχτα της Ανάστασης, "...μη γροικούνται τα μπαμ μπούμ απού τη Σφάκα και ξεγιβεντιστούμε, που θα 'ναι τα δικά μας φούσκες...".
Οι ειδικοί είχαν αποφανθεί ότι "...οι καλύτερες τρακατρούκες γίνονται από τσιμεντοσακκούλες και πισσόχαρτο...".
Και η εντολή, πάλι, ήταν ρητή: "...μη δίνετε στα μικιά κοπέλια αφτίλωτες ντρακαντρούκες, μη πάθομε καμιά ζημιά...".

File.5:
Ετσι είναι η μνήμη: κομμάτια-κομμάτια. Ορισμένα επιστρέφουν με θαυμαστή ενάργεια, σα να μη μεσολάβησε ούτε δευτερόλεπτο.
Κι αυτή εδώ η μνήμη, μυρίζει στ' αλήθεια, μπαρούτι, όπως μυρίζανε και τα δαχτύλια μας για μέρες πολλές, εκείνο τον καιρό.

 
...ότι ουκ έξεσταί σοι...

 
Διαγενομένου, έτσι του Σαββάτου, οπότε, Κυρία εστί εορτών, κατά το έθος, είμασταν όλοι πανέτοιμοι.

 
"Σήμερον ο Αδης στένων βοά: κατελύθη μου η εξουσία..."!

 
Μ' ένα φως αρχαίο στέκει ο κόσμος, από τα δώματα της Κνωσού ακόμη ή και παλιότερα. Για να ξορκίζουν κάθε φορά με τον τρόπο τους, οι φωνές των χθονίων, τα καταχθόνια.

 
"Σήμερον ο Αδης στένων βοά: κατεπόθη μου το κράτος..."!

 
Επιστρέφω έτσι, με τις θεές των όφεων, στη μυστική, αιώνια κρύπτη του Λάβρυος, με τα κέρατα καθοσιώσεως και την καυτή ανάσα του Ιερού Ταύρου.
Το Φουρνόσπιτο, μπορεί και να είναι η Ιερή Κρύπτη, με τον ίδιο τρόπο, που είναι και εκείνη η "οικία των Vetti", στην Πομπηϊα γι' αυτούς εδώ τους μικρούς έρωτες της τοιχογραφίας που διασώθηκε από τη μανία, τη λάβα και τις στάχτες του Βεζούβιου...
Κύκλους κάνουν τα πράγματα και επιστρέφουν στην ώρα τους κάθε φορά, όπως γυρίζει το φεγγάρι. Και είναι φορές, που θαρώ πως είμαι αέρας και χύνομαι απ' τον Αζηλακιά...

 

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ
Αθήνα 26 Μαρτίου 2004



zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα