ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ



Η ΠΑΡΑΣΤΙΑ, ΤΟ ΠΕΤΡΟΤΣΙΚΑΛΟ
και η Μινωϊκή φάβα




Γλύφουν το τσικάλι οι γλώσσες της φωτιάς, λες και χορεύουν ένα χορό, που έχει μια δική του αρμονία, και μια γοητεία παράξενη, λες και παίζει μια μουσική χωρίς ήχο. Μπορεί και να είναι αυτή μια αιτία, ώστε η φωτιά να γοητεύει τα παιδιά, που αψηφούν τον κίνδυνό της.
Το θέαμά της κρύβει μια ιεροτελεστική μαγεία, που είναι αξεπέραστη.

        - Ε, Νικολάκι, πάλι διαολιές κάνεις με τα ξύλα...

Η γιαγιά η Πηνελόπη δεν είχε άδικο, διαβλέποντας τον κίνδυνο να γίνει παρανάλωμα όλη η αυλή από το πυρομάχημα στην παραστιά. Ελα όμως που για ένα πιτσιρίκο, η φωτιά είναι σκέτη πρόκληση!

        - Θα πάει στράφι και η φάβα, που θέλει σιγανή φωτιά, κι εσύ τη ζορίζεις, ετσά που φουναρίζεις τα ξύλα...

Ψιλά γράμματα. Χώρια που και το τσικάλι ήταν μια πρόκληση, καθώς είχε απάνω του τόσο  φούμο και τόση μαυρισιά, που μπορούσες να χαράξεις στα πλευρά του πύρινες γραμμές με τον αναμμένο δαυλό, κι αυτό ήταν επίσης ένα εντυπωσιακό αυτοσχέδιο παιχνίδι.

Χωρίς Play Station εκείνη την εποχή, ή έστω ένα Game boy, οι λογής προκλήσεις για αυτοσχέδια παιχνίδια ήταν άπειρες. Αυτή η ηρωϊκή δεκαετία του 1950, θα μπορούσε κάλιστα να βρίθει από μικρούς ...εφευρέτες!

Η φαντασία ενός παιδιού έχει τόλμη, όπως άλλωστε και η φωτιά, σε βαθμό φρενίτιδας.

        - Θε μου, κι ήντα ν’απογενώ με τουτονέ τον άνθρωπο. Μην παίζεις παιδί μου με τη φωτιά...

Τραβούσε εκείνη τα ξύλα από την παραστιά, να λιγοστέψει η φλόγα τους και να βάλει στη φωτιά ένα ρέγουλο, όπως το ‘θελε, για να ψηθεί η φάβα καθώς πρέπει....

Είναι αλήθεια, πως ο Νικόλας από μικρός είχε αδυναμία στη φάβα, κι όποτε του ερχότανε όρεξη για φάβα ήξερε ότι η γιαγιά η Πηνελόπη ήταν διαθέσιμη για ένα τέτοιο σπέσιαλ γεύμα, αρκεί να της το δήλωνε από νωρίς, «...γιατί η φάβα έχει μπελά, και θέλει ώρα...».

Κάθε τόσο πήγαινε πάνω απ’ το τσικάλι και την ξάφριζε. Της έπαιρνε δηλαδή τον αφρό μ’ ένα κουτάλι. Στην αρχή, ο αφρός είναι πολύς, μα όσο ψήνεται η φάβα, ο αφρός γίνεται όλο και λιγότερος, μέχρι που καταλαγιάζει ολότελα και αρχίζει να γίνεται ύστερα η φάβα ένας χυλός όλο και πιο πηχτός, μέχρι που είναι πια έτοιμη, και κατεβάζει το τσικάλι από την παραστιά.

Τι σπουδαία λέξη κι αυτή: Παραστιά. Δηλαδή, παρα-εστία. Οι Εστίες ήταν πάντοτε αφιερωμένες στους θεούς, και συνεπώς είναι λογικό, οι παραστιές να είναι στη χρεία των ανθρώπων.

Σημασία έχει ότι τραβάει αρχαίο δρόμο αυτή η λέξη, διατηρώντας ένα αιώνιο όνομα, χωρίς να παρεκλίνει στο ελάχιστο, τύποις και ουσία.

Από τα προϊστορικά ακόμη πρωτόσπιτά του, ο άνθρωπος είχε την Εστία να καίει στο κέντρο του σπιτιού. Ιερή φωτιά για τους θεούς και χρήσιμη για τους ανθρώπους. Καρδιά της ζωής. Δέος και σύννεση.

Ωστόσο, ο μικρός Νικόλας ήταν ακόμη ανυποψίαστος για όλα αυτά, και τον ενδιέφερε μόνο η φάβα.

Πολλά χρόνια αργότερα, ανιχνεύοντας τη Μινωϊκή γραφή, τα ιδεογράμματα και τη Γραμμική Α΄και Β΄, ο Νικόλας, που είχε μεγαλώσει πια, έμαθε να γράφει και να διαβάζει τη φάβα, όπως τη γράφανε το 1700 π.Χ. στην Κρήτη.

Η φάβα βγαίνει απ’ το λαθούρι. Με αυτό το όνομα είναι γνωστή από την αρχαιότητα. Και για την ακρίβεια, με το όνομα «λάθυρος».

Καρποί λαθουριού (φάβας) έχουν βρεθεί σε πολλές ανασκαφές Μινωϊκών τόπων, που διατρέχουν ολόκληρη την ανακτορική περίοδο. Φυλαγμένοι μέσα σε πυθάρια αυτοί οι λαθουρόσποροι διατηρήθηκαν μέσα από μια πορεία αιώνων και έφτασαν μέχρι τις μέρες μας αναγνωρίσιμοι απολύτως.

Στις αποθήκες των ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, της Ζάκρου, αλλά και στην ανασκαφή του Ακρωτηριού της Σαντορίνης βρέθηκε μπόλικη φάβα.

Στους καταλόγους των ανακτορικών αποθηκών, η φάβα έχει θέση περίοπτη και συμβολίζεται για την καταγραφή της με το σχέδιο ενός αρότρου, που είναι το συλλαβόγραμμα «λα».

Με αυτό το ίδιο συλλαβόγραμμα (-λα-) δηλώνονται δυο λέξεις, που αρχίζουν και οι δυο με τη συλλαβή «λα», και συμβολίζονται και οι δυο με το ίδιο σχέδιο-συλλαβόγραμμα, που δεν είναι άλλο από τη γραμμική παράσταση του αλετριού. Η μια από τις δυο αυτές λέξεις έχει να κάνει με το αλέτρι και είναι η λέξη «Λα-ιον», που σημαίνει το υνί του αρότρου. Η δεύτερη λέξη είναι η φάβα: «λα-θυρος».

Λίγο θα διέφερε, φαντάζομαι, μια Μινωϊτισσα στην Κνωσό, τη Φαιστό, τα Γουρνιά, τη Ζάκρο ή όπου αλλού εκείνα τα χρόνια, όταν έψηνε τη φάβα της κι αυτή σε ένα πετροτσίκαλο, πάνω σε μια παραστιά, από τη γιαγιά-Πηνελόπη.

Μια ζωντανή εικόνα, κι ένα σκηνικό, που έρχονται τελικά στο σήμερα, από ένα μεγάλο βάθος χρόνου, με ακριβή τρόπο, με τα ίδια εργαλεία και με την ίδια ακριβώς τεχνική.

Ενα μαυρισμένο από τη φωτιά πήλινο τσικάλι φεμάτο φάβα, πάνω σε μια παραστιά, που καίει ξύλα.

Ετσι ακριβώς.
Σαν φωτογραφία!

Ωστόσο, και μια χούφτα φάβα που φωτογραφίζεται μ’ αυτό τον τρόπο πάνω στο πληκτρολόγιο ενός PC, έχει κι αυτή τη λογική της: Από τη Γραμμική Γραφή στην Ανακτορική Κρήτη, μέχρι το πληκτρολόγιο ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η φάβα μένει ίδια κι απαράλλακτη, επικυρίαρχη, νόστιμη και μοναδική.

Ουσία ζωής!

Ο χρόνος είναι τελικά ένα παιχνίδι, αν δεν είναι ολωσδιόλου μια μπλόφα ή μια κωμωδία.

        - Να σε δείρω θέλω, διαολάκι, με τα πράματα που κάνεις με τη φωτιά...

Εκείνες οι παλιές φωνές άλλωστε, οι γνώριμοι ήχοι, επιστρέφουν από μόνες τους, με νοσταλγία για κείνους που αναγνωρίζουν τη χροιά τους.

Ετσι, η φάβα θα ψήνεται πάντα σ’ ένα μαυροτσίκαλο από πηλό, πάνω σε μια παραστιά, κι ένα χέρι έμπειρο θα την ξαφρίζει μ’ ένα κουτάλι, για να έχει νοστιμιά.

Ενας πιτσιρίκος θα παίζει πάντα με τα αναμένα δαυλάκια στην παραστιά, χωρίς να πικραίνεται που δεν γνώριζε το Play Station, ευτυχής, μπροστά στις γλώσσες της φωτιάς, σε μια ονειρική αυλή, στρωμένη με βότσαλα θαλασσινά.

Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ βασίλεια,

η μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου,

τουσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις,

θείσ’ αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς’

οίκε θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν,

αιδίη, πολύμορφε, ποθεινοτάτη, χλοόμορφε’

μειδιόωσα, μάκαιρα, τάδ’ ιερά δέξο προθύμως,

όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν.

(Ορφικός Υμνος στην Εστία, με θυμίαμα αρωμάτων)

 

(Εστία, του μεγαλοδύναμου Κρόνου κόρη, βασίλισσα

εσύ που καταμεσίς στο σπίτι κρατάς άσβηστη μέγιστη φλόγα

αυτούς εδώ, στις τελετές, όσιους μύστες ανάδειξε

και κάνε τους αειθαλείς, ευτυχισμένους, ευχαριστημένους και αγνούς,

οίκε των μακαρίων θεών και των θνητών δυνατό στήριγμα

ανέσπερη, πολύμορφη, πολυπόθητη, χλοερή

χαμογελαστή και μακάρια, αυτά τα ιερά (προσφορές) δέξου με προθυμία

ευτυχία επιπνέουσα και ηπιόχειρη υγεία.)

(Μετάφραση Νίκος Ζερβονικολάκης)

 

Αυτός είναι ο Υμνος της Εστίας, στα Ορφικά Μυστήρια, που δεν φαίνεται να απέχουν και πολύ από τα Μυστήρια της Κρήτης των Ανακτορικών χρόνων.

Η μετάλειψη των πυρριχίων!

Με το πρόσωπο ακόμη μπροστά σ’ εκείνες τις γλώσσες της φωτιάς που σάλευαν ασταμάτητα, χορεύοντας εναν αδίδακτο χορό, με έναν άπνευστο γρήγορο ήχο, Allegro-Largo-Allegro, όπως στην Primavera  του Vivaldi.

Ο ήχος του ξύλου που καίγεται είναι από μόνος του τραγούδι, που συνοδεύει ανεπανάληπτα τον λαίμαργο χορό της φλόγας.

Ετσι είναι. Ενα παιχνίδι ζωής, με τις αισθήσεις και το χρόνο που επιστρέφει.

Παντέρμη ζωή-φωτιά της φωτιάς- που καις το χρόνο και περνάς, όπως η φλόγα που χορεύει.

 

 

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Αθήνα, ΙΙ Απριλίου 2004, (Πάσχα)

 

 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Το αφιερώνω στη γιαγιά μου, Πηνελόπη, μάννα του πατέρα μου, γιατί με τον τρόπο της αυτή η γυναίκα με μύησε σ’ αυτό που θα πει τελετουργία.

 



zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα