ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Στους Ήλιους
Του
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


ΔΗΛΟΣ, υδρορροή σε μορφή λιονταροκεφαλής.

Χύνεται το καλοκαίρι στις ξερολιθιές και κατρακυλάει ίσαμε τη θάλασσα, με ένα φως αρχαίο.

Το φως είναι η στάμπα του καλοκαιριού. Ένα φως μεγάλο, καθαρό και απέραντο.

Σχεδόν αχανές και σχεδόν ανέσπερο!

Γράφω Άλφα  και βγαίνει Ωμέγα. Θαρρείς και είναι της Αγίας Μαρίνας τα δαιμονικά που βάνουνε αντιμάμαλο και πάει αλλού κι αλλού το πράμα. Μα, έλα σου ’δα, που μπαίνεις στον αναγκασμό. Το δίχως άλλο σ’ αγαπώ!

Στου Σαραντάπηχου το πάτημα αντηχεί η φωνή μου: ίλεως!

Από την κορυφή του Κύνθου στη Δήλο, βλέπω καθαρά το Αιγαίο των προϊστορικών χρόνων χωρίς κιάλια και παραμορφώσεις. Ακουμπώ στο φως, κι εσύ καις, εκεί στην άκρη του ουρανού, που πύκνωσε το μπλε το χρώμα του, εξαίσιο στον αιώνα της ουτοπίας και καθαρό. 

Κι ύστερα λες πως ο θεός δεν έχει χρώμα, μα δεν είναι αλήθεια, κι ας είναι όλα μια οφθαλμαπάτη.

Φοράει το χρυσό φως του ο Θεός. Απόλλωνά μου! Υλάτη, κι όπως αλλιώς σε τραγουδούν τα χρυσά χόρτα που θροΐζουν…

 

ΒΟΤΣΑΛΑ από την Ελούντα.

Ιουλίου και παντός άλλου!

Του γιαλού χαλίκια έχω στο νου μου, μη θαρρείς, κι ούτε που ξέρω αν έχω πιο ακριβό να πεθυμήσω, παρ’ εκτός σου σε μια θαλασσινή σπηλιά.

Κουρσάρος είμαι. Με το δεξί κλειστό σε βλέπω να περνάς ακροπατώντας στην άκρη του μεσημεριού και λέει ο τζίτζικας τροπάρια του φωτός, το μύχιο πάθος, γη κι ουρανός και θάλασσα…

Το χρώμα της αυγής είναι μεθύσι!

Μυστικός είμαι των ερώτων. Ο αειθαλής των καιρών της ερημιάς με το φως του λύχνου. Ο έτσι κι αλλιώς χοηφόρος σε τράπεζες προσφορών και σε βωμούς που ρέει κρασί και μέλι.

Στείλε μου ένα σήμα, όπως μπορείς, ακόμη και με την αναπνοή σου. Των δελφινιών τον τρόπο βρες. Μπαταίρνει η θάλασσα όπως γέρνεις.  Δεν έχω τρόπο να σου πω τι γράφει αυτή η πλάκα από πηλό: Γραμμική Α΄, έρωτες ερώτων!  

 

ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ, Οία, ένα μεσημέρι…

Στυφό χρώμα, Ιούλιος, ώρα έξι το πρωί στο Μέσα Βουνό, ή στον Καψά κι όπου αλλού ακόμη ελάτρεψα τη ρίζα του καλοκαιριού. Χρώμα στυφό, λες, από ρόδι. Ακήρατο ή και άχραντο εντελώς, μετά φόβου. Του ηλιού το φως!

Σαντορίνη. «Ξεστή 3». Ένα αγόρι φοράει την εφηβεία στο περίζωμά του.

Πιες! Σε κερνώ στυφό ξημέρωμα. Με τον καφέ να σέρνεται στη γλώσσα ράθυμος με όλη του τη μυρωδιά, πικρός λιγάκι κι αχνιστός πολύ ωσάν ο ήλιος!

Θεά του πόθου, μυστική κι εσύ, των φεγγαριών!

Ρύσαι με, ο θεός μου. Από φυλακής πρώτης, ιοστεφής. Ο γητευτής των ανέμων και της θάλασσας. Ναυτίλος, ταξιδευτής, οκυπέτης. 

Δήλος. Ο ουρανός στέκει στη θάλασσα. Ο Κύνθος είναι η κορφή του κόσμου. Χρυσός τάχα  είναι ο κόσμος ή ασημένιος…

 

ΔΗΛΟΣ, το κεφάλι ενός Ερμή δείχνει τον ήλιο…

Σκίσμα του μεσημεριού, που δεν έχει το φως μέτρο, μήτε τα πράγματα σκιά. Έτσι, εξ αγχιστείας Θεός,  και ιερολάβος. Κερνώ κρασί.

Ομνύω: φως του αιέν, άστρο του πρώτου Ωκεανού,  Πασιφάη, ενάστρη, φάεσσα, Μινώα!

Το άστρο του Σκύλου είναι στην άκρη του ουρανού και λάμπει. Ομνύω.

Του ηλιού το χρώμα έχω στον ώμο μου. Μόχλος, Λυχναφτιά, Πλάκα, Μακρύ-Γιαλός, Περίσσα, Βάϊ, Αλυκό, Βαθύ, Κουρεμένος, Λευκή, Γαύδος.

Θαρσείν!

Ιουλίου του τρισμέγιστου και πλησιφαούς. Ιουλίου του Ωραίου. Ιουλίου του καρπουζοδότη και του χρυσοβάμονα. Ιουλίου του εναλίου, του βακχευτή, του θυρσοτινάχτη και του  εχέμυθου. Ιουλίου του ερωτικού. Ιουλίου του ιεροφάντη, που έχουν πυρκαγιές οι νύχτες του και στάζουνε φιλιά και χάδια. Ιουλίου του μοναδικού.

Στις αμμοθίνες  πυρώνει ο ήλιος το αυγό της μέρας και γράφει κύκλους η ζωή.

 

ΕΝΑΣ ΓΛΑΡΟΣ στην κόψη του καλοκαιριού.

Επιστρέφω μ’ ένα φως στις τσέπες. Τα υπάρχοντά μου όλα κι όλα, ενός Ιουλίου μέρες μετρημένες!

Επιστρέφω μ’ ένα «ρο» επίμονο εκεί στα δόντια, όπως ροή, ρους, ρέω, ρήμα, ρίσκο, ρώμη, ρεύμα, ρωγμή, ραδιουργία, ράκος,  ράμμα, ραψωδία.

Επιστρέφω από τα βάθη του Ωκεανού. Αναδύομαι μέσα από ένα στρόβιλο φωτός. Μόχλος, Υστερο-Μινωική ΙΒ΄, στρώμα καταστροφής από φωτιά και στάχτες του ηφαιστείου. Κλείσε μου το μάτι α σ’ ερωτευθώ. Η ζωή, να ξέρεις, κυλάει στις φλέβες.

 

ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ

Μόχλος, 28 Ιουλίου 2005

 

 

zervonikolakis.lastros.net   Επιστροφή στην αρχική σελίδα